Ίρβιν Γιάλομ: Ζήσε με τον τρόπο που σου αρέσει
«… – Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή – όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ό,τι ήταν άφατο, μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’ αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.”
– Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;
– Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.
– Τη σιχαίνεσαι αυτήν την ιδέα; Ή σ’ αρέσει;
– Τη σιχαίνομαι.
– Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα…!
– Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν’ αντέχει το θάνατο ή να «συμβιβάζεται» μαζί του. Ακολουθώντας αυτήν την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!
“Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!” Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ. Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
– Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρίντριχ, δεν το αντέχω, σ’ το ‘χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;
– Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιο από τα δυο να απαντήσω;
– Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή.
– Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή.
– Και τι σημαίνει αυτό; ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.
– Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;
– Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρίντριχ!
– Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους, αντέκρουσε ο Νίτσε.
– Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;
– Για ν’ αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!”
Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση. Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση, τόσο χαιρόταν ο ασθενής. Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει, ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης – η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς…»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ « Όταν έκλαψε ο Νίτσε», εκδόσεις Άγρα