Δημήτρης Λιαντίνης: Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας
Μιλάς για την ανθρώπινη αθλιότητα, που γεννιέται από την ευθύνη των μεγάλων, και μάλιστα κατονομάζεις και ορισμένους λαούς.
Δεν φταίνε οι λαοί, που σήμερα η ιστορική καλομοιριά τους τους έχει βάλει στην κορυφή της δύναμης. Αν δεν υπήρχαν αυτοί σήμερα, τα σύμβολα της αδικίας και της αθλιότητας, θάταν στη θέση τους κάποιοι άλλοι. Και θα τους κράζαμε Άγγλους, Ρωμαίους, Έλληνες, Μήδους, Σουμερίους, Ακκαδίους, Φοίνικες, Αιγυπτίους και ό,τι άλλο.
Ο ηθικός δείκτης των ατόμων και των λαών πάντοτε κυμάνθηκε μέσα στα περιθώρια ιδίων ενδείξεων. Καμία βελτίωση, κανένας εξευγενισμός.
Πάντοτε ο άνθρωπος ανοίγει και τραβάει το δρόμο της ιστορικής του προχώρησης με σημαιοφόρο και μπροσταροκριό την επιχρυσωμένη μάσκα του κακού και της αδικίας. Καθαρός κανίβαλος, με αυθεντικά τα διάσημα του πρωτογονισμού του.
Τότε έσφαζε με τα σπαθιά και τις κάμες και σήμερα σκοτώνει με τα πολυβόλα και την αναπνοή. Τότε είχε τους δούλους, σήμερα τους αντικατέστησε εξωραϊστικά με σένα και με μένα.
Καμία αλλαγή. Κι έτσι πάντα θα γίνεται.
Γίνανε προσπάθειες και εγχειρήματα πολύ σοβαρά για να καταργηθεί αυτό το τρισάθλιο καθεστώς.
Χριστιανισμός, Γαλλική Επανάσταση, Μπολσεβικισμός, για να σταματήσω σε χαρακτηριστικές κορυφές. Του κάκου όμως. Αντί για την ημέρωση, η αποθηρίωση.
Γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα φυσικό νόμο, με δύναμη απόλυτη.
Πάσχει από αθεράπευτο ρομαντισμό, σπαρταριστή αφέλεια και ελαφρύνοια άμετρη εκείνος που νομίζει ότι ο κόσμος διορθώνεται ή ότι φταίει σήμερα ο Αμερικανός κι ο Ρούσος, ή όποιος άλλος, για το δικό μας κακό.
Αλλοίμονο στον άνθρωπο που πλάστηκε τέτοιος.
Μία μόνο υπάρχει δυνατότητα, που προσφέρεται και σαν μορφή λύσης. Η επιστροφή και η καταφυγή στον εαυτό μας.
Φαίνεται αυτό σαν καταδικάσιμος αριστοκρατισμός, στο βάθος όμως είναι η επιλογή του δυνατού μικρότερου κακού.
Αυτή η επιστροφή, η περιχαράκωση στο άτομο, πραγματοποιείται με την εφαρμογή δύο μόνον αξιωμάτων.
Το πρώτο είναι να κλείσεις τα μάτια στον πηχτό παραλογισμό που φουρτουνιάζει γύρω σου και ν’ αποφεύγεις, όσο γίνεται, όσο σου επιτρέπει η φύση σου, και ν’ αδικείς και να αδικείσαι.
Όταν ο άλλος σε προσβάλλει, ή σε «ρίχνει», απάντα όχι με μεγαλόσχημη και μεγαλόστομη διαμαρτυρία, αλλά με το γέλιο σου. Ένα γέλιο που νάχει μέσα του και σαρκασμό και πόνο.
Σα να λες στον αδικητή σου:
«Κακομοίρη, μ’ όλο σου το κέρδος, δε θα κοιμηθείς καλύτερα το βράδυ. Απάνω σου βλέπω τα σημάδια από ένα αρρωστιάρικο κορμί, που ύστερα από 30 ή 50 χρόνια θα διαλυθεί στο ανυπόμονο κύλισμα του χείμαρρου, για να βουλιάξει σ’ έναν άπατο βυθό. Κι εγώ, μ’ όλη μου τη βλάβη, δε θα κοιμηθώ χειρότερα το βράδυ. Γιατί ξέρω το δρόμο μου και το γέλιο μου και τον πόνο μου».
Απόσπασμα επιστολής του Λιαντίνη (αρχές του 1971) από τη Γερμανία όπου σπούδαζε, προς τον δίδυμο αδερφό του.
«Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός», Δημήτρης Αλικάκος, εκδ. Ελευθερουδάκη – politeianet.gr – Από: klooun