Ενός λεπτού σιγή για όλα τα «σ’ αγαπώ» που έγιναν «κατέβασε τα σκουπίδια»
Ενός λεπτού σιγή για τους έρωτες που χάθηκαν στην σκόνη. Για τους έρωτες που ξέφτισαν.
Ενός λεπτού σιγή για τους έρωτες που το «για πάντα μαζί», έγινε «ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα».
Ενός λεπτού σιγή για τα δάκρυα που κύλησαν λέγοντας «I do».
Ενός λεπτού σιγή εις μνήμην των πεσόντων ερωτευμένων, δολοφονημένων.
Ενός λεπτού σιγή για τις πεταλούδες που σταμάτησαν να φουρφουρίζουν στο στομάχι και είναι πια νεκρές.
– Μωρό μου, τι καλό έφτιαξες σήμερα να φάμε;
– Καρδούλα μου, το αγαπημένο σου.
«Μου λείπεις» πέφτουν βροχή τα sms καθημερινά. «Εσύ πιο πολύ…»
Κάπως έτσι ξεκινούν οι διάλογοι. Όλο γλύκα και μέλι. Ο έρωτας είναι ακόμα φρέσκος. Σαν λαχταριστό ξεροψημένο ζεστό ψωμί που ξεφουρνίζεται και κόβεις λαίμαργα την γωνία να την γευτείς όλο λαχτάρα.
Τα μάτια κοιτούν αλλιώς όταν είναι ερωτευμένα. Το μυαλό, συγγραφικό ταλέντο. Γράφει βιβλία, τόμους φαντασίας. Έλα, όμως, που έρχεται η καθημερινότητα.
Όπως και να το κάνουμε, είναι αλλιώς να ντύνεσαι και να στολίζεσαι για να περάσει ο καλός σου να σε πάρει, μοσχομυρισμένη, με τα λούσα σου και τα μαλλιά φρεσκοχτενισμένα, να βγείτε.
Κι αλλιώς να σε βλέπει να ετοιμάζεσαι μέσα στο άγχος, αφού έχεις κοιμίσει τα παιδιά, έχεις τηγανίζει πατάτες και πρέπει, πάλι, να λουστείς για να μην μυρίζεις λαδίλα και ν’ακούς:
– Τελείωνε, αργήσαμε. Πάλι εμάς θα περιμένουν.
Αυτή είναι η στιγμή που σκέφτεσαι: Κάποτε με περίμενε όλο χαρά, όσο πιο πολύ αργούσα τόσο η αγωνία του μεγάλωνε. Με έσφιγγε στην αγκαλιά του σαν να μην υπήρχε αύριο. Μου έλεγε πόσο όμορφη ήμουν. Τώρα ούτε καν προσέχει το καινούργιο μου χτένισμα.
Ο έρωτας μου. Αυτός ο παντοτινός. Πώς γίναμε έτσι;
Ανοίγει η πόρτα κι έρχεται κατάκοπος από την δουλειά. Είναι αργά το απόγευμα προς βράδυ. Αυτή παλεύει ακόμα με τις βεράντες. Καθαρίζει, ποτίζει τα φυτά. Αναμαλλιασμένη, φορώντας κάτι κροκς και το παντελόνι ελαφρά μαζεμένο για να μην βραχεί.
– Α, ήρθες, λέει βαριεστημένα, σαν να ήθελε να πει:
– Τι ήθελες και ήρθες! Δεν έχω τελειώσει τις δουλειές μου και θα είσαι κι εσύ στη μέση.
Ο άντρας βγάζει τα παπούτσια του και κάθεται στον καναπέ, να χαζέψει τις ειδήσεις, να πάρει μια ανάσα. Αυτή είναι η στιγμή που σκέφτεσαι: Κάποτε, όταν την γνώρισα πριν χρόνια, ήταν τόσο γλυκομίλητη, τόσο ερωτική! Ώρες την κοιτούσα, την χάζευα! Ήταν η γυναίκα της ζωής μου!
Ο έρωτας μου. Αυτή, παντοτινά δικιά μου. Πώς γίναμε έτσι;
Από το «σ’ αγαπώ», καταλήξαμε στο «κατέβασε τα σκουπίδια».
Θέλει κόπο, όρεξη, δημιουργικότητα, φαντασία και δουλειά πολλή για να κρατήσεις ζωντανό το όμορφο ξανθό αγγελάκι με το βέλος. Ο έρωτας που μας φτάνει στο ζενίθ, μας οδηγεί και στο ναδίρ. Η συμβίωση, ο γάμος κι όποια άλλη μορφή συντροφικότητας, θέλουν κόπο. Όταν ο έρωτας καταλαγιάσει, τότε έρχονται οι ισορροπίες. Σεβασμός, εκτίμηση, αγάπη. Αυτά μένουν, όταν καταλαγιάζει ο έρωτας. Δυστυχώς, όμως, όχι πάντα.
Δύο άνθρωποι διαφορετικοί, ξένοι, κρίνονται να συμβιώσουν ειρηνικά, δημιουργικά, σχεδιάζοντας το μέλλον. Είναι η στιγμή που κάνεις την υπέρβαση. Να καταπατηθεί το «εγώ» και να γεννηθεί μια νέα οντότητα. Η οντότητα του «εμείς». Δυο άνθρωποι που ερωτεύθηκαν, αγαπήθηκαν, λατρεύτηκαν, έγιναν «εμείς». Αυτό το «εγώ» είναι που καταστρέφει σχέσεις, οδηγεί σε ακρότητες, καταλήγει σε χωρισμούς. Πόσα ζευγάρια μιλούν με post-it στο ψυγείο; Πόσα ζευγάρια ανταλλάσσουν μόνο κάποιες κουβέντες στο διάδρομο μεταξύ κουζίνας και κρεβατοκάμαρας; Πόσες γυναίκες ισχυρίζονται ότι έχουν «πονοκέφαλο»; Πόσοι άντρες χάνονται στα «meetings» της εταιρίας μερόνυχτα;
«Η κλήση σας προωθείται».
Η σχέση βρίσκεται στο «το τηλέφωνο του συνδρομητή είναι απενεργοποιημένο». Επέρχεται ο μαρασμός, η μιζέρια, που γεννούν την αντιπάθεια. Δύο που ερωτεύθηκαν τόσο, γίνανε εχθροί. Ο ένας δεν θέλει να βλέπει τον άλλον.
Το »σ’ αγαπώ» έγινε «κατέβασε τα σκουπίδια».
Όχι, δεν είναι κακό ούτε υποτιμητικό να κατεβάσει κάποιος τα σκουπίδια.
Το κακό είναι, που δύο άγνωστοι πια, κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Κι ακόμα χειρότερα, που και οι δύο προσποιούνται ό,τι κοιμούνται.
«Ενός λεπτού σιγή» λοιπόν, για τις νεκρές πεταλούδες.
«Ενός λεπτού σιγή» και για τους κάδους σκουπιδιών.
Από την Τζώρτζια Βρεττού – Τίτλος εμπνευσμένος από status της Βανέσσας Καραγεώργου