Τέχνες

Η Πόλις, του Καβάφη, σε μια εξαιρετική απαγγελία της Λαμπέτη και του Χορν

advertisement

Η πόλις είναι ένα φιλοσοφικό ποίημα που γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύτηκε το 1910. Είναι το πρώτο ποίημα των θεματικών συλλογών του ποιητή και αυτό γιατί μπορεί να το θεώρησε ως ένα κορύφωμα σε προσωπικό και ποιητικό επίπεδο. Στο ποίημα αντιλαμβανόμαστε την ψυχική κατάσταση του ποιητή, την ανία, η οποία εκφράζεται και σε άλλα ποιήματα αυτής της περιόδου, όπως στην “Μονοτονία” (1898), στα “Τείχη” (1896) και στα “Παράθυρα” (1897). Έχει, μάλιστα, διατυπωθεί η άποψη πως αυτό το ποίημα είναι η πιο απελπισμένη φωνή που αντήχησε από ανθρώπινα χείλη.

Ενώ το ταξίδι στην καβαφική ποίηση έχει πολλές και διαφορετικές όψεις, εδώ φαίνεται να νικά η απόγνωση, η απαισιοδοξία και η θλίψη. Σ’ αυτό το ποίημα γινόμαστε μάρτυρες της μάταιης προσπάθειας του ποιητή να φύγει απ’ τον τόπο του, στον οποίο έχει εγκλωβιστεί, γιατί όπου κι αν κοιτάξει βλέπει “ερείπια μαύρα” της ζωής του. Εκφράζει την επιθυμία που είχε για ένα ταξίδι, το οποίο θα τον έκανε να ξεφύγει απ’ την τετριμμένη και δυσάρεστη πραγματικότητα και δεν πρόκειται απλά για μια φευγαλέα σκέψη, καθώς τονίζει ότι έκανε πολλές προσπάθειες για να περάσει απ’ την θεωρία στην πράξη, ωστόσο κάθε προσπάθεια αποδείχτηκε ατελέσφορη και η επιθυμία του κατέληξε μια παρελθοντική ονειροπόληση.

Ίσως γιατί αυτά που τον κρατούν πίσω, αν και δυσάρεστα, είναι περισσότερα και σημαντικότερα απ’ αυτά που πιθανόν να έβρισκε μπροστά του. Ο ποιητής είναι πεπεισμένος ότι η μοίρα του δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, ότι η ζωή και η καθημερινότητα σ’ αυτόν τον τόπο είναι αναπόφευκτη. Νιώθει καταδικασμένος κατά κάποιον τρόπο, ξέρει πως δεν θα πάει “αλλού”, δεν θα βρεθεί στην γη της ελπίδας του, καθώς δεν υπάρχει κάποιο πλοίο ή κάποια οδός να τον οδηγήσουν έξω απ’ την φυλακή του.

Παρακολουθούμε λοιπόν την εξελισσόμενη σχέση αγάπης-μίσους με την πόλη του, γιατί απ’ τη μια αποτελεί γι αυτόν πατρίδα, όμως απ’ την άλλη τον κρατάει δέσμιο στα λάθη, τις αποτυχίες και τις ίδιες του τις αντιλήψεις, οπότε την τοποθετεί σαν αφετηρία για έναν μακρινό προορισμό. Ενώ, λοιπόν, γνωρίζουμε ότι ο ποιητής ξεκίνησε απελπισμένος να ξεφύγει απ’ την φυλακή των γειτονιών, κλειστών σε ήθη, της Αλεξάνδρειας, δεν μας δίνεται ο επιθυμητός προορισμός.

Προφανώς είναι οπουδήποτε μακριά απ’ την Αλεξάνδρεια, σε μια κοινωνία ανοιχτή, ανεκτική και προοδευτική. Σε ανέκδοτο σημείωμά του, βέβαια, ο ποιητής δείχνει να λησμονεί την Αγγλία και τα χρόνια που πέρασε εκεί, ωστόσο μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε γι αυτήν την αναφορά.

advertisement

Η περιπέτεια, επίσης, περιορίζεται σημαντικά και λείπει σχεδόν απ’ όλα τα ποιητικά ταξίδια του Καβάφη. Έτσι δεν θα μπορούσε να μην λείπει και απ’ την πόλη, όπου υπάρχει μια στασιμότητα στο μαύρο τοπίο της ζωής του ποιητή και κυριαρχεί χωρίς να διακόπτεται από ένα φωτεινό σημάδι, από μια ελάχιστη ελπίδα για αλλαγή ή βελτίωση. Είναι καθαρά επιλογή του ποιητή η έλλειψη της περιπέτειας, αλλά ο ίδιος, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το κενό του και γι αυτό έχουμε την επικράτηση της ασφυξίας, της ανίας και της μοναξιάς.

Ο ποιητής εδώ φαίνεται να μιλά στον εαυτό του και να τον επιπλήττει για τα όποια λάθη της ζωής του αλλά κυρίως για την αποτυχία του να ξεφύγει απ’ όλα αυτά και να προχωρήσει παρακάτω κάνοντας μια καινούργια αρχή κάπου αλλού. Εμφανίζεται πολύ αυστηρός με τον εαυτό του όσον αφορά το παρελθόν και κάθετος όσον αφορά το μέλλον. Διέπεται από μια αρνητικότητα, τόσο μεγάλη, που δεν του αφήνει περιθώρια για ελπίδα και είναι επαναλαμβανόμενος ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλει στον εαυτό του την πόλη, αποκλείοντας κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο για το ταξίδι της ελευθερίας του, πνευματικής και σωματικής.

Η πόλη λοιπόν έχει να κάνει με το λυτρωτικό ταξίδι που φτιάχνει γεμάτο ελπίδες η αφηρημένη μας σκέψη και το οποίο συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο ποιητής εγκλωβίζεται, έχει μόνο κάποια σχέδια, δεν περατώνει τα όνειρα του και μένει με την ίδια απόγνωση με την οποία ξεκίνησε για να βρει τα μέσα για τη φυγή του.

Η πόλις τελικά δεν είναι μόνο ένα ανεκπλήρωτο ταξίδι για τον ποιητή, αλλά και μια εσωτερική διαδρομή γεμάτη επιθυμίες, συγκρούσεις και αδιέξοδα που παραλύουν τον νου του, οδηγώντας τον σ’ έναν μαρασμό. Νιώθει σαν νεκρός, αν και ζωντανός. Τα μηνύματα λοιπόν που μας περνάει είναι πολλαπλά και βαθύτερα απ’ το μοτίβο του εγκλωβισμού και την ακινησία.

Μας μεταφέρει την αίσθηση πως η αντίληψη του κάθε τόπου είναι αποτέλεσμα της ψυχικής μας κατάστασης και των συνολικών μας αντιλήψεων για την ζωή. Αν δεν ελπίζουμε και επιμένουμε να κοιτάζουμε μόνο τον τρόπο φυγής και τα μαύρα ερείπια της ζωής μας, δεν πρόκειται να υπάρξει διέξοδος για εμάς απ’ την μικρή “κώχη” που στήνει η ψυχή μας. Αν δεν προσπαθήσουμε ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας, δεν θ’ αλλάξει και τίποτα γύρω μας αφού εμείς δίνουμε χρώμα στα πράγματα.

Επίσης, η ευτυχία είναι κάτι που εξαρτάται και πηγάζει από εμάς, οπότε μένει ακέραιη σε όποιον τόπο και αν βρισκόμαστε απ’ τη στιγμή που δεν κουβαλάμε μέσα μας την απογοήτευση και την απελπισία.

Μετά από χρόνια, συγκεκριμένα το 1910, συντελείται αυτή η αλλαγή στο μελαγχολικό ταξίδι του Καβάφη, με την Ιθάκη. Τότε πλέον τονίζει πως αν διατηρούμε την σκέψη μας σε υψηλά επίπεδα, έχουμε στόχους και κοιτάζουμε μπροστά αφήνοντας την εκλεκτή συγκίνηση να μας αγγίξει, ένας τόπος μπορεί να είναι μόνο η αρχή για μια δημιουργική διαδρομή που θ’ απογειώσει το ελεύθερο πνεύμα. Άλλωστε δεν στερείται νοήματος το γεγονός ότι ο ποιητής έχει τοποθετήσει πρώτα την πόλη στην θεματική του συλλογή και ύστερα την Ιθάκη, με την οποία και τελειώνει οριστικά η μυθολογία των διεξόδων.

(Κείμενο: Σοφία Τατίδου – Φιλόλογος)

Ακούστε στη συνέχεια μια σπάνια ηχογράφηση σε αυτό το εξαιρετικό ποίημα:

 

Η Πόλις, του Καβάφη, σε μια εξαιρετική απαγγελία της Λαμπέτη και του Χορν

Είπες, θα πάγω σ άλλη γη, θα πάγω σ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή,

και είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.

Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς,

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλιν αυτή θα φθάνεις.

Για τα αλλού — μην ελπίζεις

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή,

σ όλην την γη την χάλασες…

advertisement

Σχετικά άρθρα

Back to top button