Λίγοι γνωρίζουν ότι το «Θα κλείσω τα μάτια» της Μοσχολιού αρχικά είχε άλλους στίχους και κυκλοφόρησε για 15 μόλις μέρες
Η μεγάλη Βίκυ Μοσχολιού ήταν μια από τις πιο ξεχωριστές και εμβληματικές φωνές του ελληνικού τραγουδιού, αφήνοντας πίσω της μια σημαντική πολιτιστική κληρονομιά που έχει βαθύ αντίκτυπο στην ελληνική μουσική. Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1943 στο Μεταξουργείο της Αθήνας και από μικρή ηλικία έδειξε το ταλέντο της στο τραγούδι, το οποίο την οδήγησε να γίνει μία από τις κορυφαίες ερμηνεύτριες της Ελλάδας.
Η καριέρα της Μοσχολιού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όταν την ανακάλυψε ο θρυλικός συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος. Η πρώτη της μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1964 με το τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι» από την ταινία «Λόλα». Αυτή η επιτυχία την καθιέρωσε στη μουσική σκηνή της εποχής και άνοιξε τον δρόμο για συνεργασίες με μερικούς από τους πιο σημαντικούς συνθέτες και στιχουργούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Άκης Πάνου, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Η Μοσχολιού έγινε γνωστή για την εκπληκτική της ικανότητα να ερμηνεύει τραγούδια που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, από λαϊκά και ρεμπέτικα μέχρι πιο μοντέρνες μπαλάντες και έντεχνα κομμάτια. Η φωνή της, με το βαθύ, εκφραστικό και γεμάτο συναίσθημα ηχόχρωμά της, κατάφερε να μεταδώσει τις χαρές, τις λύπες και τα πάθη της ελληνικής ψυχής.
Παρά τη μεγάλη της επιτυχία, η προσωπική ζωή της Μοσχολιού ήταν γεμάτη προκλήσεις. Ήταν παντρεμένη με τον Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Ο γάμος τους, ωστόσο, ήταν ταραχώδης και τελικά κατέληξε σε διαζύγιο.
Η Βίκυ Μοσχολιού πέθανε στις 16 Αυγούστου 2005, αφήνοντας πίσω της μια πλούσια κληρονομιά στην ελληνική μουσική. Η φωνή της συνεχίζει να ζει μέσα από τα τραγούδια της, τα οποία εξακολουθούν να ακούγονται και να αγαπιούνται από τις νέες γενιές. Η συμβολή της στη διάδοση και την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής είναι ανεκτίμητη, καθώς κατάφερε να ενώσει το παλιό με το νέο και να εκφράσει με μοναδικό τρόπο τα συναισθήματα και τις εμπειρίες των Ελλήνων.
Η Βίκυ Μοσχολιού θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες της Ελλάδας, ένα σύμβολο δύναμης, πάθους και αγάπης για τη μουσική. Οι ερμηνείες της θα συνεχίσουν να αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, κάνοντας την παρουσία της αισθητή ακόμα και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της.
Θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Το τραγούδι «Θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει» της Βίκυς Μοσχολιού αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια του ελληνικού ρεπερτορίου, με βαθιά συναισθηματική φόρτιση και διαχρονική απήχηση. Κυκλοφόρησε το 1974 και αποτέλεσε ένα από τα τραγούδια-ορόσημα της ελληνικής μουσικής σκηνής, κατακτώντας τις καρδιές των ακροατών και παραμένοντας αγαπητό μέχρι σήμερα.
Η φράση “Θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει” εκφράζει την αίσθηση της παραίτησης από τον έλεγχο και την εμπιστοσύνη στην καρδιά και τα συναισθήματα.
Η Βίκυ Μοσχολιού, με τη δυναμική και εκφραστική φωνή της, έδωσε στο τραγούδι αυτή τη μοναδική αίσθηση πάθους και μελαγχολίας. Ο τρόπος που ερμηνεύει το κομμάτι καταφέρνει να μεταδώσει τα βαθιά συναισθήματα και τις ανησυχίες που αποτυπώνονται στους στίχους, κάτι που συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία του τραγουδιού.
Η ιστορία του τραγουδιού
Το τραγούδι αυτό πρωτοεμφανίστηκε το 1967, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, με διαφορετικούς στίχους, γραμμένους επίσης από τον αείμνηστο Άκη Πάνου και ερμηνευμένο για πρώτη φορά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Μια εκτέλεση η οποία δεν είχε καμία τύχη και που κατάφερε να ακουστεί μόλις για 15 ημέρες…
Κι αυτό γιατί, επί Χούντας, τα τραγούδια που θεωρούνταν ότι περνούσαν μηνύματα αντιστασιακού χαρακτήρα ή αποτελούσαν ένα είδος έκφρασης διαμαρτυρίας, λογοκρίνονταν, δηλαδή είτε απαγορεύονταν είτε τροποποιούνταν. Την ίδια μοίρα λοιπόν, είχε και το συγκεκριμένο τραγούδι του Άκη Πάνου, ο οποίος το 1971 αναγκάστηκε να επανακυκλοφορήσει το κομμάτι με αλλαγμένους στίχους, όπως δηλαδή το γνωρίζουμε τώρα, και με ερμηνεύτρια αυτή τη φορά τη Βίκυ Μοσχολιού.
Αξίζει να διαβάσουμε τους αρχικούς στίχους του τραγουδιού:
Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά
δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινε η ζωή τόσο βαριά
Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια
μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια
θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Πού να βρεθεί ντροπή να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή
τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή
Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια
μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια
θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει
Η πρώτη εκτέλεση
Οι στίχοι όπως τους γνωρίσαμε μέσα από την ερμηνεία της Μοσχολιού
Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ
με πότισες τον πιο γλυκό καημό
σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη
και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό
Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια
να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια
αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει
Λαχτάρησα ζωή απ’ τη ζωή σου
λαχτάρησες το φως του αυγερινού
στα σύννεφα περπάτησα μαζί σου
κι ανοίξανε οι πόρτες τ’ ουρανού
Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια
να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια
αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει
Με τα χρόνια, το «Θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει» έχει καταφέρει να διατηρήσει την αξία του ως κλασικό κομμάτι της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Ακούγεται συχνά σε μουσικές σκηνές, ραδιοφωνικές εκπομπές και κοινωνικές εκδηλώσεις, και έχει διασκευαστεί από πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες. Η διαχρονικότητα του τραγουδιού οφείλεται τόσο στη μελωδία και τους στίχους του όσο και στην μοναδική ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού, η οποία το κατέστησε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής.
Το «Θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει» δεν είναι απλώς ένα τραγούδι· είναι ένας ύμνος στην αβεβαιότητα και την ελπίδα, που συγκινεί και συνδέεται με την ανθρώπινη ψυχή.