«Μαμά, εύχομαι να είσαι στη ζωή μου για πολύ καιρό ακόμα…»
Όσο μεγαλώνουμε, μεγαλώνουν οι υποχρεώσεις και τα άγχη μας και τα προβλήματά μας, μας απασχολούν τόσο που αφήνουμε απ’ έξω έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μας: τη μητέρα μας. Ξαφνικά, από εκεί που ήταν ο άνθρωπος στον οποίο τρέχαμε μόλις χρειαζόμαστε κάτι, γίνεται μια υποχρέωση που «ξεπετάμε» με μια τυπική επίσκεψη για να της δείξουμε τυπικό ενδιαφέρον.
Όμως, κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε ότι δεν θα έχουμε την πολυτέλεια να την επισκεπτόμαστε πια, να μαλώνουμε, να τρώμε το φαγητό της, να την αγαπάμε! Διαβάστε τη συγκινητική εξομολόγηση μιας γυναίκας για την μαμά της που της ζητά να μείνει κοντά της λίγο ακόμα…
«Η μητέρα μου είναι 73 ετών. Μια μέρα που πήγα σπίτι της, μου έδωσε ένα μήλο και μου είπε: “Δεν φαίνεται καλό αλλά είναι πολύ νόστιμο! Είναι από αυτά που μεγάλωσα στον κήπο μου. Σ’ αρέσουν τα μήλα. Πάρε ένα!”
Το πήρα. Έβαλα και ένα ποτήρι γάλα γιατί έτυχε να έχει ένα μπουκάλι στο ψυγείο.
Βγήκα απ’ το σπίτι, μπήκα στο αυτοκίνητο, άρχισα να οδηγώ. Κάπου πήγαινα πάλι. Περνούσα πόλεις και χωριά, κάνω μεγάλο ταξίδι κάθε φορά.
Πηγαίνω στη μαμά μου όποτε μπορώ, αφού τελειώσω με όλες τις άλλες δουλειές μου. Αφού πιω καφέ με τις φίλες μου και αφού πάω στο κομμωτήριο. Της φέρνω κάτι να φάει, την ρωτάω βιαστικά πώς είναι (“Πώς είναι ο μπαμπάς;”) , προσέχω όσα μου λέει και προσποιούμαι ότι ενδιαφέρομαι για τα προβλήματά της. Μετά φεύγω, έχω και τα δικά μου προβλήματα.
Η μαμά μου κάθε φορά που με βλέπει μου λέει ότι δεν έχω ντυθεί καλά, ότι θα έπρεπε να φοράω κασκόλ και ότι αυτό φταίει που κρύωσα. Μου λέει ότι δουλεύω πολύ και ότι πρέπει να ξεκουραστώ. Θα συμφωνήσει μαζί μου ότι η ζωή είναι μπερδεμένη και ότι έχω δίκιο που δεν μπορώ να βρω αρκετό χρόνο να την βλέπω πιο συχνά.
Ζει 40 χιλιόμετρα μακριά από μένα. Της τηλεφωνώ συχνά και ακούω τις ιστορίες της: τις προσφορές που βρήκε στο σούπερ μάρκετ, τα νέα της αδελφής της, πώς μεγάλωσαν τα λαχανικά της μετά τη βροχή και πώς πρέπει να τα φροντίσει. Οι ντομάτες της δεν βγήκαν καλές, ούτε τα λουλούδια της. Χάθηκε και η γάτα του γείτονά της…
Οι ιστορίες αυτές μού φαίνονται βαρετές. Κάθε φορά είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα σημαντικό στη ζωή της. Θυμώνω κιόλας μαζί της κάθε φορά που μου λέει ότι πιάνει “αυτός ο πόνος”. Την ρωτάω γιατί δεν πάει στον γιατρό και αποφεύγει ν’ απαντήσει.
Και τότε μου λέει: “Ποιον άλλον έχω να λέω τον πόνο μου, εκτός από σένα;”
Τότε παγώνω με το τηλέφωνο στο χέρι. Συνειδητοποιώ ότι μπορώ να γίνω πολύ κακιά απέναντί της. Τελικά καταλαβαίνω ότι όλες αυτές οι ώρες που πέρασα στο τηλέφωνο ακούγοντάς την, ακούγοντας τις ιστορίες της και διαφωνώντας για το ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι, τα “κηρύγματα” που κάνουμε η μία στην άλλη- αυτά είναι η ζωή μας. Έχουμε η μία την άλλη, αυτή τη στιγμή…
Κλείνω το τηλέφωνο και φεύγω για μια απρογραμμάτιστη επίσκεψη. Βρίσκει χρόνο να μου φτιάξει βραδινό, ενώ ο πατέρας μου σερβίρει το κρασί. Αλλά εγώ δεν μπορώ να πιω γιατί οδηγώ. Βάζει κρασί στον εαυτό του και μου λέει πόσο καλό είναι. Κάνουμε αστεία, γελάμε, βάζω ένα πουλόβερ της μαμάς μου γιατί κρυώνω. Τότε, η μαμά μου τρέχει στην κουζίνα να δει το φαγητό. Και ξαφνικά, ξαναέγινα το μικρό τους κοριτσάκι, για το οποίο έπρεπε να είναι όλα τέλεια. Και το φαγητό έπρεπε να είναι νόστιμο και το σπίτι έπρεπε να είναι ζεστό. Και έτσι ξαφνικά, ξεχνάω όλα μου τα προβλήματα!
Μαμά, σε παρακαλώ ζήσε για πολύ καιρό ακόμα. Γιατί δεν ξέρω πώς θα είναι να μην μπορώ να ακούω τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Γιατί δεν ξέρω πώς θα είναι να μην σε βλέπω πια στην κουζίνα σου, να μην ξαναφάω το φαγητό σου και να μην ανησυχείς για το αν κρυώνω- εγώ, το κοριτσάκι σου…»