Μαρία Ευθυμίου: “Σήμερα για να πάρεις κάτω από 19 πρέπει να το ζητήσεις από τον καθηγητή σου”
Τι σημαίνει “είμαστε Έλληνες”; Σε τι συνίσταται η ελληνική “ταυτότητα” και πώς εξελίχθηκε ιστορικά; Ποιος είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης, της οικογένειας, της γλώσσας και της θρησκείας στη διαμόρφωση της ελληνικότητας σήμερα;
Η καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Ευθυμίου συζήτησε με τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο για την κοινωνία μας, για τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα της, και για τους τρεις πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας: τη γλώσσα, τη θρησκεία και την επιχειρηματικότητα.
Μεταξύ άλλων ανέφερε η Μαρία Ευθυμίου:
Τι σημαίνει είμαι Έλληνας ή είμαι Ελληνίδα.
Τι σημαίνει είμαι Έλληνας ή είμαι Ελληνίδα. Δεν είναι μονοδιάστατη απάντηση. Οπωσδήποτε, εμπεριέχει ως κεντρικό σημείο την ελληνική γλώσσα το οποίο βέβαια είναι μία παράμετρος. Στους νεότερους χρόνους, δηλαδή μετά το σχίσμα των εκκλησιών το 1054, η ταυτότητα σχετίζεται και με την ορθοδοξία. Όχι όμως αυτόνομα, σε συνδυασμό με την ελληνική γλώσσα, παίζει τον κεντρικό ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό.
Φυσικά υπάρχουν και Έλληνες που αισθάνονται Έλληνες. Έλληνες χωρίς να είναι η μητρική τους γλώσσα η ελληνική, να είναι δίγλωσσοι Έλληνες και αυτοί το αίσθημα τους ανήκει, να πούμε τους συνανήκειν, κερδίζεται μέσα από την καθημερινότητα και κάποια προτάγματα που κάθε φορά η εποχή έφερνε. Αλλά εάν δώσουμε κάποιους πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας διαχρονικά, είναι η γλώσσα, είναι η θρησκεία.
Δεν ήμασταν ένας φτωχός λαός.
Είναι πιο περίπλοκο. Όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος το 1830 με τη συνθήκη, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, της 3 Φεβρουαρίου το 1830 και με σύνορα που τελικά ορίστηκαν το 1932 το 32, ως τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού, πράγματι ήταν ένα μικρό κράτος σακατεμένο από τους πολέμους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους εσωτερικούς πολέμους, τους εμφυλίους και σε αυτό το μικρό κομμάτι, δηλαδή στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά Ολόγυρα, τα κοντινά νησιά δεν κατοικούσε το δυναμικότερο κομμάτι του ελληνισμού. Κάποιες πλευρές, να ας πούμε οι Γαλαξιδιώτες, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες ήταν δυναμικό κομμάτι.
Αλλά κατά κύριο λόγο ήταν αγροτικοί πληθυσμοί της ξηράς, δηλαδή οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι των ορεινών. Δυναμικοί πληθυσμοί αλλά και αυτοί με την ψυχή στο στόμα ζούσαν. Ωστόσο αυτό το νεαρό, μικρό και δυσλειτουργούν κράτος ήταν ένα ανθυποκλάσμα του ελληνισμού. Ο ελληνισμός ζούσε εκτός αυτού του μικρού κράτους σε συντριπτική πλειοψηφία.
Στην ελληνική γλώσσα έχουμε κάτι θαυμαστό
Πού είναι η ελληνική γλώσσα έχει σημασία αυτό που σας λέω.
Διότι η ελληνική γλώσσα μαζί με την κινέζικη είναι οι δύο μοναδικές γλώσσες από τις 6,5 χιλιάδες γλώσσες που ομιλούνται στη γη. Κατά την Ουνέσκο σήμερα μόνο δύο γλώσσες έχουν το χαρακτηριστικό που θα σας πω, δηλαδή είναι ζωντανές γλώσσες μέχρι σήμερα, ομιλούνται δηλαδή μέχρι σήμερα και τις παρακολουθούμε γραπτά επί τουλάχιστον τρισίμισι χιλιάδες χρόνια.
Μόνο οι δύο αυτές γλώσσες το έχουν αυτό. Αυτό κάνει την ταυτότητα της ελληνικής γλώσσας πιο δυνατή. Ακριβώς γιατί έχει και αποτύπωση γραπτή μέσα στον χρόνο από πολλές άλλες γλώσσες του κόσμου.
Σας είπα μόνο δύο το έχουν και με κοντά τους είναι άλλες δύο-τρεις.
Και βέβαια έχει πολύ μεγάλη σημασία στην εξέλιξη του Ελληνισμού το γεγονός ότι, τουλάχιστον του νεωτέρου, ότι όταν δημιουργήθηκε μια νέα θρησκεία εκεί στο Ισραήλ από έναν Γεχόσουα, που είναι ο Ιησούς που ονομάστηκε ελληνικά Χριστός, δηλαδή αυτός που έχει χριστεί, η νέα θρησκεία παρότι ήταν εβραιογενής και είχε δημιουργηθεί μεταξύ Εβραίων δεν επέλεξε για να διαδοθεί ούτε τα Αραμαϊκά της εποχής που ήταν η γλώσσα των Εβραίων, ούτε τα λατινικά που ήταν η γλώσσα της ευρύτερης διοίκησης. Διότι τα ελληνικά ήταν η γλώσσα επικοινωνίας σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο από το 500, 600, 400, 300 π.Χ.
Ήταν τόσο διαδεδομένη και ισχυρή αυτή η γλώσσα ώστε η νέα θρησκεία διαδόθηκε μέσω της ελληνικής γλώσσας συνειδητά.
Και αυτό τι σημαίνει; Ότι η οργάνωση της νέας θρησκείας στηρίχθηκε στα πατριαρχεία, στις Μητροπόλεις, στις Επισκοπές και όλες αυτές είναι Ελληνικοί όροι και Επισκοπή και Μητροπολίτης και Πατριάρχης. Παγκοσμίως και η εκκλησία και η θρησκεία λέγεται Χριστιανισμός και επομένως αυτά τα πατριαρχεία και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Κωνσταντινουπόλεως είναι επί δυο χιλιάδες χρόνια ελληνόφωνα πατριαρχεία μέχρι σήμερα.
Η επίσημη τους γλώσσα είναι τα ελληνικά με εξαίρεση το Πατριαρχείο Αντιοχείας που σχετικά πρόσφατα έχει κινηθεί στα αραβικά.
Ωστόσο, επί δύο χιλιάδες χρόνια η ταυτότητα είναι χριστιανική και μάλιστα μετά το Σχίσμα είναι χριστιανική ορθόδοξη. Το γεγονός ότι εσύ ήσουν χριστιανός ορθόδοξος στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνέδεε με την ελληνική γλώσσα πάντα, επειδή εξ ορισμού τα πατριαρχεία τα οποία ποίμαναν και όλο το σύστημα ήταν ελληνόφωνα.
Αλλά τα δυο χαρακτηριστικά που αναφέραμε πριν, που ορίσαμε ως χαρακτηριστικά της ελληνικής ταυτότητας, η γλώσσα και η ορθοδοξία συμπλέκονται και δημιουργούν έναν ισχυρό πυλώνα που έχει βέβαια και άλλες παραμέτρους.
Ο Έλληνας μονίμως υπονομεύει τον άλλον
Ο Έλληνας μονίμως υπονομεύει τον άλλον, λέει μόνο αρνητικά λόγια για τον άλλον και θέλει να τον πάει στα δικαστήρια για το α, β, γ, δ.
Είμαστε ένας πολύ εριστικός λαός κατά μέσο όρο. Εκεί που αγαπιόμαστε, θυμόμαστε ότι μπορεί και να είμαστε ερωτευμένοι στα πανηγύρια μας. Για μένα το γεγονός ότι έχουμε πανηγύρια και ότι πολλά από αυτά τα πανηγύρια τα οποία είχαν γίνει δευτερότερα, δεν τα πρόσεχαν οι τοπικοί πληθυσμοί και έχουν αυξηθεί κατά πολύ.
Οι τοπικές κοινότητες οι οποίες τα ξαναπήραν στα χέρια τους και τους δώσανε ξανά ποιότητα και ήθος του παλιού Πανηγυριού είναι συνδετικό στοιχείο αυτής της κοινωνίας.
Δεν είναι όλες οι κοινωνίες τόσο Πανηγυριώτικες όπως εμείς, όλοι έχουν Πανηγύρια και χαρές, αλλά εμείς είμαστε λαός των πανηγυριών και πολύ ωραίο αυτό.
Εμείς και οι Κύπριοι δεν θα έπρεπε να εκπλαγούμε. Ακούω αυτό που μου λέτε για τα πανηγύρια. Γι’ αυτό το θυμήθηκα κιόλας. Στα πανηγύρια πιάνουμε ένας στο χέρι του άλλου και χορεύουμε λες και είμαστε ερωτευμένοι. Την άλλη μέρα κάνουμε μήνυση ο ένας στον άλλο. Ακριβώς! Και αυτό συνδέεται με έρευνες που δείχνουν, που μετράνε το κοινωνικό κεφάλαιο, μετράνε το κοινωνικό κεφάλαιο, δηλαδή το πόσο η κοινωνία μας έχει δομές στις οποίες καλούμαστε, να συνυπάρξουμε και να συμμετέχουμε.
Πέρα από τη δομή της οικογένειας, φαίνεται ότι δεν έχουμε τέτοιες δομές πολλές, τις οικογένειες και τα πανηγύρια ίσως, δεν έχουμε πολλές τέτοιες δομές τις οποίες συνεργαζόμαστε, είμαστε τελευταίοι στην αιμοδοσία, τελευταίοι στον εθελοντισμό.
Ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας
Και στην ελληνική πλευρά είχε και στην αρχαιότητα λαμπρά σχολεία και ακαδημίες, δεν το συζητώ σε παγκόσμιο επίπεδο όπως και οι Κινέζοι, που είναι ίσως το πιο λαμπρό παράδειγμα παιδείας.
Οι Κινέζοι για διάφορους λόγους, από το 200 π.Χ. αλλά και η ελληνική πλευρά είναι επίσης θαυμαστή σε αυτό το επίπεδο και στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δηλαδή την Ανατολική Ρωμαϊκή που εξελίχθηκε σε ελληνική στην ουσία στην χρήση της γλώσσας, πια από πέρασε η χρήση της γλώσσας και στη διοίκηση από ένα σημείο και πέρα γιατί μιλιούνταν έτσι και αλλιώς από τους λογίους κτλ.
Αυτό έκανε διαφορά και δημιούργησε την μεγαλύτερη ζώνη μορφωμένων ανθρώπων που είχαν να παρουσιάσουν τα Βαλκάνια, αναλογικά με τον πληθυσμό, υψηλού επιπέδου κατάρτιση.
Ο μέσος Έλληνας ήταν ολιγογράμματος ή απλώς αλφάβητος που μάθαινε πέντε γράμματα στο σχολείο του χωριού του από τον ιερέα αν ήξερε και αυτός γράμματα με τη βοήθεια του Ευαγγελίου. Ωστόσο, η ζώνη των μορφωμένων Ελλήνων είναι που έκανε τη διαφορά και έκανε τη διαφορά εκ των πραγμάτων διότι όπως είπαμε η ελληνική γλώσσα ήταν η πιο σημαντική γλώσσα για όλους τους χριστιανούς ορθοδόξους γιατί εποιμένονταν από πατριαρχία, τα οποία ήταν ελληνόφωνα.
Επομένως, η παιδεία έπαιξε ρόλο και όταν δημιουργήθηκε το μικρό ελληνικό κράτος το 1830, που ήταν ένα τσακισμένο κράτος και σε αυτό δεν κατοικούσαν οι σπουδαίοι Έλληνες. Οι σπουδαίοι Έλληνες και οι δυναμικοί Έλληνες κατοικούσαν εκτός αυτού του χώρου. Ωστόσο αμέσως, υπήρξαν πάρα πολλές δωρεές από ευεργέτες. Αυτό το κίνημα του ευεργετισμού στην ελληνική πλευρά είναι συγκλονιστικό πραγματικά.
Και από ευεργέτες, όπως ο Συγγρός που έδωσε χρήματα για εκατοντάδες σχολεία και είναι τα περίφημα σχολεία του Συγγρού. Τα βλέπεις σε διάφορα χωριά και κωμοπόλεις, και έτσι αυτό είναι του Συγγρού. Γιατί ήταν μια συγκεκριμένης και όλας αρχιτεκτονικής μορφής που είχε επιλέξει ο ευεργέτης.
Άρχισαν και σχολεία θηλέων. Ο Αρσάκης έδωσε ειδική βαρύτητα στα σχολεία θηλέων σταδιακά δηλαδή και αυτό ακόμη το κράτος, το κράτος που είναι μισερό σε σχέση με την αντιπροσώπευση των Ελλήνων που είναι πολύ περισσότεροι εκτός αυτού του κράτους έξω και η μεγάλη ιδέα ότι πρέπει να ενσωματώσουμε τους αδελφούς μας, πού πάμε είμαστε ένα κράτος στο οποίο δεν αντιπροσωπεύει τους Έλληνες, σε αυτό το κράτος η παιδεία βελτιωνόταν.
Και βέβαια σε αυτό το κράτος δημιουργήθηκε το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1837.
Πάλι με δωρεές, τη δωρεά του ίδιου του Όθωνα, γι’ αυτό ονομαζόταν Οθώνειο, του πατέρα του Λουδοβίκου, του Λούντβιχ, πανελλήνιο έρανο που δεν υπήρχε σχεδόν Έλληνας να μην δώσει έστω και μια πεντάρα, κι ας ήταν και πάμφτωχος.
Μα βλέπω να γίνονται φοβεροί βανδαλισμοί. Επί δεκάδες τώρα χρόνια, η καταστροφή, η βιαιότητα, η εγκληματικότητα που υπάρχει μέσα στο Πανεπιστήμιο, σε όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας, κυρίως τα δυο μεγάλα, δηλαδή Αθηνών και Θεσσαλονίκης, με πιάνει η ψυχή μου.
Και αισθάνομαι ότι δεν τιμούμε αυτούς τους ανθρώπους που ήτανε τσακισμένοι από το πόλεμο και δεν είχαν να φάνε και έδωσαν χρήματα για να γίνει το Πανεπιστήμιο Αθηνών για να είναι περήφανοι ότι σε αυτό το κράτος που στήσαν υπάρχει Πανεπιστήμιο.
Είναι συγκλονιστικά πράγματα αν τα σκεφτεί κανείς αυτά. Δεν έγινε η Ελλάδα Ολλανδία, ούτε Γαλλία ούτε Αγγλία. Ωστόσο είχε βήματα βελτίωσης, τα οποία δεν ήταν μικρά και σταδιακά γέμισε πανεπιστήμια. Έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο δηλαδή. Στην Ελλάδα πια είμαστε γεμάτοι πανεπιστήμια και φυσικά με αριστούχους. Καμία χώρα στον κόσμο δεν έχει τόσους πολλούς αριστούχους όπως εμείς. Δεν ξέρω αν το ξέρετε στη χώρα αυτή για να πάρεις κάτι λιγότερο από 19 πρέπει να το ζητήσεις από τον καθηγητή σου, όλοι παίρνουν 19 και 20 π.χ.
Περί απολύτου γελοιότητας.
Τους αιώνες που κύλισαν, δηλαδή, στο 19ο αιώνα και στο 1ο, μισό του 20ο αιώνα, να είσαι στο σχολείο σήμαινε τρομερή δουλειά. Τρομερή δουλειά από δασκάλους και από μαθητές.
Εγώ ανήκω σε μια γενιά που είχαμε και το Σάββατο σχολείο, στο δημόσιο σχολείο της γειτονιάς μου, πρωί, πάρα πολλή δουλειά να κάνουμε και πάρα πολύ αυστηρή αξιολόγηση σε μας.
Και αξιολογούνταν και οι καθηγητές. Δεν το συζητούμε.
Τα τελευταία 20 χρόνια η έκθεση «έρευνα Πίζα» του ΟΟΣΑ που αξιολογεί όχι τις γνώσεις των 15 χρονών και 16 χρονών σε όλα τα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ και σε κάποιες άλλες χώρες, αλλά το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν βασικά θέματα θέματα μαθηματικών, κατανόησης κειμένου, τα βασικά πράγματα. Η Ελλάδα έρχεται, τα ελληνόπουλα, ηλικίας 15-16 χρονών, παίρνουν κάτω από τη βάση.
Είμαστε κάτω από το μέσο όρο των χώρων του ΟΟΣΑ. Σταθερά από το 2000 και μετά.
Κάποτε ήμασταν πολύ ισχυροί στη μέση δημόσια εκπαίδευση. Τι στράβωσε;
Η έννοια της ελευθεριότητας και της διαστρέβλωσης, της έννοιας της ανοχής και ένας πατερναλισμός λαϊκίστικος, τα παιδιά να μην βασανίζονται, να μην πιέζονται, να μην αισθάνονται καταπιεσμένα.
Μια στρεβλή αίσθηση του τι θα πει εργατικότητα. Για του ότι θα πει απαιτητικότητα. Και αυτή η οποία μπορεί να είναι κλιμακωτή στη πρώτα χρόνια, στις μικρές τάξεις, τα παιδιά μπορούν να είναι παιχνίδι και σχολείο, αλλά σταδιακά πρέπει να γίνει φανερό στους νέους ότι αυτό που κάνουν είναι η δουλειά τους.
Αυτό που κάνουν είναι η δουλειά τους, όπως ο καθένας κάνει τη δουλειά του με συνέπεια και υποχρεωτική εργατικότητα.
Πότε άλλαξε αυτό; Μετά τη μεταπολίτευση. Δηλαδή που κυριάρχησαν διάφορες λαϊκίστικες προσεγγίσεις σε πολλά θέματα της ελληνικής ζωής, που ήτανε και ένας από τους λόγους που χάσαμε πολλά από αυτά που θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει.
Ως λαός δεν είμαστε αποτυχημένος, ούτε το κράτος μας είναι αποτυχημένο.
Έχει κάνει βήματα και παρακολουθεί τις εξελίξεις.
Αλλά αν ήταν τα πράγματα αλλιώς, αν ήμασταν εμείς πιο υπεύθυνοι, πιο σοβαροί, πιο σοβαροί, λιγότερο εύκολοι στα λόγια και στις πλαστές κατασκευές τότε θα ήμασταν μια χώρα πιο επιτυχημένη.
Δεν θα είχαμε χάσει 500.000 νέους να έχουν φύγει στο εξωτερικό ούτε θα είχαμε την κρίση μας το 2010, αυτό θέλω να πω.
Είμαστε περίπου 12 χρόνια τώρα σε κρίση και όχι μια κρίση, πολλές κρίσεις, αλλά πάλι λίγες κρίσεις μεγάλες παγκόσμιου βεληνεκούς, Κάποιες εκ των οποίων, μάλιστα είναι εκεί εξωγενείς, δεν φταίμε για όλα όσα έγιναν.
Έχουμε την Ακρόπολη εκεί πάνω και από κάτω έχουμε χτίσει την σύγχρονη Αθήνα την οποία όλοι βλέπουμε εκεί από πάνω.
Το να αναφέρεσαι στη δόξα της αρχαιότητας που ισχύει γιατί είναι δικιά σου, είναι δεν είναι ότι αναφέρεσαι σε κάτι που δεν ισχύει, όσο το χρησιμοποιούμε ως δεκανίκι, είναι θρασύδειλο.
Διότι δεν στεκόμαστε να βελτιώσουμε τον εαυτό μας τώρα, αλλά αφηνόμαστε στο να αξιοποιούμε την δύναμη του παρελθόντος για να απαιτούμε κιόλας απ’ την ανθρωπότητα να μας βοηθάει όταν εμείς αισθανόμαστε είτε οικονομικά, είτε διπλωματικά, είτε πολιτικά.
Εμπεριέχει δηλαδή σε έναν του πυρήνα μιας βάσης, ευθύνης, επιβιωτικότητας, δηλαδή πολλές φορές δεν επενδύουμε στο πραγματικά μεγάλο και υγιές για να επιβιώσουμε και να προχωρήσουμε αλλά στις μικρομικρές καταστάσεις που είναι περιφερειακές του κύκλου μας με λίγες γνωριμίες, λίγο πίεση, λίγο εκβιασμό, λίγο ουρλιαχτό. Διότι οι Έλληνες έχουμε φτάσει σε ένα σημείο μετά την Μεταπολίτευση κυρίως όπου όταν θέλουμε να βελτιωθεί κάτι το μόνο που σκεφτόμαστε είναι να βγούμε στο δρόμο και να ουρλιάξουμε.
Να είμαστε μονίμως με το χέρι, να κουνούμε μονίμως το χέρι και να είμαστε μονίμως αγανακτισμένοι.
Είναι μια κατάσταση μόνιμης αγανάκτησης.
Γιατί εκείνοι που άλλαξαν και οι πρόγονοι σου, πέφταν πάνω στη δουλειά και αλλάζανε και κάμανε νέα βήματα. Και στο 19ο αιώνα οι Έλληνες είχαν αφήσει μια τρομερή σφραγίδα και στον 20ο δεν λείπουν από την Ελλάδα σημαντικά άτομα και σε μικρό τοπικό επίπεδο δεν είναι μόνο οι επώνυμοι. Και σε μικρό τοπικό επίπεδο υπάρχει μια πολύ όμορφη Ελλάδα και πάνω σε αυτή θα πρέπει να πατήσει η απομάκρυνση από αυτό το εύκολο, την συνεχή κατηγόρια, τη συνεχή απόρριψη που είναι θρασύδειλο όταν το χρησιμοποιούμε.
Πώς θα μοιάζει η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία και ο Έλληνας σε 100 χρόνια από σήμερα
Εντάξει, αν κάνουμε παιδιά… Αν κάνουμε παιδιά… Αν κάνουμε παιδιά θα υπάρχουν 100 χρόνια.
Έχει σημασία αυτό που σας λέω.
Αν αφομοιώσουμε ένα ποσοστό των ανθρώπων που έχουν έρθει τα τελευταία 40-50 χρόνια… Θα υπάρχουν. Το δημογραφικό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Θεωρούμε δεδομένο ότι μέχρι το τέλος του αιώνα που ζούμε ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί.
Αυτή είναι λοιπόν μία από τις δυνάμεις που θα επηρεάσουν το πώς εξελίσσεται η κοινωνία μας.
Μπορεί να ανασταλεί όμως.
Αυτή τη στιγμή αλλάζει κάτι που είχε ισχύσει τα τελευταία 600 χρόνια.
Αν πράγματι η δύναμη της δύσης μετακινείται, θα έχουμε εξελίξεις που θα επηρεάσουνε πάρα πολύ την Ελλάδα. Και εξαρτάται τι θα γίνει με τη δύναμη της Τουρκίας, που είναι ο ισχυρός γείτονας και είναι μουσουλμάνος και το Ισλάμ είναι σε άνθηση.
Επομένως εδώ έχουμε δύσκολες συγκυρίες αν τα δει κανείς και ολιγανθρωπία και άμεση γειτνίαση με μουσουλμανικές χώρες που είναι διεκδικητικές και εις βάρος της Ελλάδος.
Επομένως έχεις ένα σφίξιμο και…
τι να πω, ένα στοχασμό.
Ωστόσο, μπορεί οι σχεδόν 500.000 Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό, νέα παιδιά και που κάνουν καριέρα τώρα σε διάφορες πλευρές της παγκόσμιας οικονομίας, Μπορεί εν δυνάμει να παίξουν ένα μεγάλο ρόλο ξανά στην ελληνική κοινωνία, όπως έπαιξε στο 19ο αιώνα, ή εκτός Ελλάδος-Ελλάδα, που ήτανε κλάσεις πιο επιδραστικοί, ας πούμε, στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, από ότι εντός της Ελλάδος-Κοινωνίας.