Μια γυναίκα που πενθούσε έβαλε τις φωνές σε ένα 6χρονο κορίτσι. 4 εβδομάδες αργότερα πήρε ένα γράμμα
Υπάρχουν φορές που είμαστε τόσο απασχολημένοι με τον εαυτό μας, που δεν συνειδητοποιούμε καν ότι υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας που υποφέρουν. Το μικρό κορίτσι της ιστορίας μας, άνοιξε τα μάτια αυτής της γυναίκας:
“Ήταν 6 ετών τη πρώτη φορά που τη συνάντησα στην παραλία κοντά στο σπίτι μου. Πάντα πήγαινα σε αυτή την παραλία, η οποία είναι περίπου 5 ή 6 χιλιόμετρα από το σπίτι μου, όταν αντιμετώπιζα προβλήματα. Όταν όλα γύρω μου έμοιαζαν να καταρρέουν.
Το κορίτσι κάθονταν στην άμμο και έχτιζε ένα κάστρο ή κάτι παρόμοιο. Περνώντας από δίπλα της σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε. Τα μάτια της γαλάζια όπως η θάλασσα.
«Γεια σας», μου είπε. Εγώ της απάντησα με ένα νεύμα. Δεν είχα διάθεση να ασχοληθώ με ένα μικρό παιδί.
«Χτίζω”, μου είπε πάλι.
“Το βλέπω. Τι φτιάχνεις;” τη ρώτησα αδιάφορα.
“Δεν ξέρω. Μου αρέσει απλά να παίζω με την άμμο. Είναι όμορφη η αίσθηση”, μου απάντησε.
Καλή ιδέα σκέφτηκα και έβγαλα τα παπούτσια μου. Τότε ήρθε και έκατσε αρκετά κοντά μας ένα θαλασσοπούλι.
“Είναι χαρά”, είπε το κορίτσι. “Η μαμά μου λέει ότι τα θαλασσοπούλια έρχονται και μας φέρνουν χαρά”.
Είδα το πουλί να τινάζει τα φτερά του και να πετάει ξανά μακριά. “Αντίο χαρά, γεια σου θλίψη» μουρμούρισα μέσα μου και αποφάσισα να συνεχίσω το περπάτημα. Είχα κατάθλιψη. Από τη ζωή μου είχε χαθεί εντελώς η ισορροπία.
“Πως σας λένε;” Αυτό το κορίτσι δεν θα με άφηνε ήσυχη.
“Ρουθ. Είμαι η Ρουθ Πέτερσεν», είπα.
“Εγώ είμαι η Γουέντι. Είμαι έξι”.
“Γεια σου Γουέντι», της απάντησα.
Κάπου τότε άρχισε τα γέλια. «Είσαι αστεία”.
Παρ ‘όλη τη κατήφεια μου, γέλασα μαζί της και συνέχισα το δρόμο μου. Σαν μουσική στα αυτιά μου το γέλιο της με ακολουθούσε.
“Να έρθετε πάλι κυρία Ρουθ”, μου φώναξε. «Θα περάσουμε μαζί άλλη μια χαρούμενη μέρα”.
Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες, ήταν γεμάτες άγχος, θλίψη και πόνο. Προβλήματα με τη δουλειά, η άρρωστη μητέρα μου..όλα.
Ένα πρωί που ο ήλιος έλαμπε είπα στον εαυτό μου: «Χρειάζομαι ένα θαλασσοπούλι». Ντύθηκα και ξεκίνησα για την παραλία. Η μυρωδιά της θάλασσας με περίμενε. Υπήρχε ένα δροσερό αεράκι, μια γαλήνη που με γέμιζε με την την εσωτερική ευτυχία που τόσο χρειαζόμουν. Είχα ξεχάσει εντελώς το παιδί και ξαφνιάστηκα όταν εμφανίστηκε.
“Γεια σας! Θέλετε να παίξουμε;» ρώτησε.
“Τι έχεις στο μυαλό σου;», της είπα ενοχλημένη.
“Δεν ξέρω. Εσείς τι θέλετε;”
“Πως τα πας με τους συλλαβόγριφους;” τη ρώτησα σαρκαστικά.
Έσκασε στα γέλια: «Δεν ξέρω τι είναι αυτό!”
“Τότε τι λες να περπατήσουμε παρέα;” της πρότεινα. Παρατήρησα πόσο όμορφο ήταν το πρόσωπό της.
“Πού μένεις;» τη ρώτησα.
«Εκεί», και μου έδειξε μια σειρά εξοχικών κατοικιών.
Περίεργο, σκέφτηκα. Ήταν χειμώνας και θα έπρεπε να πηγαίνει σχολείο.
“Δεν πας σχολείο;”
«Όχι δεν πηγαίνω. Η μαμά λέει ότι είμαστε σε διακοπές”.
Συνέχισε να φλυαρεί για όλη την ώρα που περπατούσαμε κατά μήκος της παραλίας, αλλά δεν την άκουγα. Το μυαλό μου ήταν σε άλλα πράγματα. Όταν έφυγα για να πάω σπίτι, μου είπε ότι ήταν μια χαρούμενη μέρα. Ένιωσα αμέσως πολύ καλύτερα, της χαμογέλασα και συμφώνησα.
3 εβδομάδες αργότερα ξαναπήγα στη παραλία. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Δεν είχα καθόλου διάθεση να δω κανέναν και φυσικά ούτε τη Γουέντι. Σκέφτηκα ότι αν έβλεπα τη μαμά της στη βεράντα του σπιτιού τους, θα της έλεγα να την κρατήσει σπίτι.
Δεν είδα τη μαμά της αλλά είδα την Γουέντι.
“Κοίτα, αν δεν σε πειράζει», της είπα θυμωμένα όταν με πλησίασε, “θα προτιμούσα να μείνω μόνη μου σήμερα”.
Φαινόταν ασυνήθιστα χλωμή και ανέπνεε με δυσκολία.
“Γιατί;” με ρώτησε.
Γύρισα και της φώναξα: “Επειδή η μητέρα μου πέθανε”. Θεέ μου, σκέφτηκα μέσα μου, γιατί να πω κάτι τέτοιο σε ένα μικρό παιδί;
“Συγνώμη”, μου είπε. “Τότε σήμερα είναι μια πολύ κακή μέρα”.
“Ναι”, της απάντησα. “Το ίδιο ήταν και χθες και προχθές και πάρα πολλές μέρες πιο πριν”.
“Πόνεσε;” η μικρή δεν ήθελε να με αφήσει ήσυχη.
“Πότε να πονέσει;” της φώναξα εξοργισμένη μαζί της αλλά και με τον εαυτό μου.
«Όταν πέθανε.”
“Φυσικά και πόνεσε!!!”
Της γύρισα την πλάτη μου και όταν γύρισα την είδα να απομακρύνεται με σκυμμένο κεφάλι.
Περίπου ένα μήνα αργότερα, όταν πήγα στην παραλία, δεν ήταν εκεί. Αισθάνθηκα ενοχή και ντροπή. Μέσα μου μου έλειπε. Γι ‘αυτό και μάζεψα κουράγιο και πήγα μέχρι το σπίτι της. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα.
Μου άνοιξε μια νεαρή γυναίκα με ξανθά μαλλιά.
«Γεια σας», της είπα. «Ονομάζομαι Ρουθ Πήτερσον. Έχασα το κοριτσάκι σας σήμερα και αναρωτιόμουν πού είναι”.
“Ω, βέβαια, η κα Πήτερσον. Περάστε παρακαλώ. Η Γουέντι μιλούσε συνέχεια για σας. Αν σας ενοχλούσε παρακαλώ δεχτείτε τη συγνώμη μου”.
“Δεν με ενοχλεί. Είναι ένα πολύ ευχάριστο παιδί», της είπα, συνειδητοποιώντας μέσα μου ότι το εννοούσα πραγματικά. “Μα που είναι; Πείτε της να έρθει να περπατήσουμε στην παραλία”.
«Η Γουέντι πέθανε την περασμένη εβδομάδα, κυρία Πήτερσον. Είχε λευχαιμία. Ίσως δεν σας το είπε”.
Έμεινα άναυδη. Ένιωθα ότι θα πέσω από την καρέκλα.
“Αγαπούσε πολύ αυτή τη παραλία, και έτσι όταν μου ζήτησε να την φέρω, δεν μπορούσα να της το αρνηθώ. Φαινόταν πολύ καλύτερα εδώ και είχε μερικές, ας πούμε, ευτυχισμένες μέρες. Τις τελευταίες εβδομάδες, ωστόσο, η υγεία της χειροτέρεψε..”
Η φωνή της έσπασε..
“Άφησε κάτι για εσάς. Αρκεί να το βρω. Μπορείτε να περιμένετε λίγο;”
Κούνησα το κεφάλι μου βλακωδώς, και το μυαλό μου έψαχνε κάτι να βρει, να πει σε αυτή την υπέροχη νεαρή γυναίκα. Επέστρεψε και μου έδωσε έναν φάκελο. Από έξω έγραφε: “Στην κυρία Ρούθ”. Μέσα η Γουέντι είχε ζωγραφίσει κάτι με φωτεινά χρώματα: Μια κίτρινη παραλία, μια γαλάζια θάλασσα και ένα καφέ πουλί. Από κάτω έγραφε:
“Ένα θαλασσοπούλι για να σας φέρει τη χαρά”.
Δάκρυσαν τα μάτια μου και η καρδιά μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πώς να αγαπώ και τώρα ένιωθα όλα τα συναισθήματα να σκάνε μέσα μου για αυτό το γλυκό κορίτσι. Πήρα τη μητέρα της στην αγκαλιά μου.
“Λυπάμαι, λυπάμαι, λυπάμαι τόσο”, μουρμούρισα ξανά και ξανά και ξανά.
Έκλαψα μαζί της..
Από τότε, την εικόνα αυτού του κοριτσιού την έχω κάνει κάδρο μέσα μου. Στη ζωή μου υπάρχουν μόνο έξι λέξεις, όσα τα χρόνια της ζωής της: Αρμονία, θάρρος, αγάπη, κατανόηση, χαρά και αισιοδοξία. Ένα δώρο από ένα κορίτσι με μάτια σαν το μπλε της θάλασσας και μαλλιά σαν το χρώμα της άμμου”.