Ο άγνωστος Έλληνας «Μοχάμεντ Άλι» από τους Αμπελόκηπους που ανάγκασε τον Χίτλερ να εγκαταλείψει το στάδιο
Οι Αμερικανοί ξέρουν να τιμούν τα σύμβολά τους με ένα κομψό, εκλεπτυσμένο πάθος. Χωρίς φανφάρες. Μιλούν με ακρίβεια, ζυγίζουν κάθε λέξη και αποφεύγουν τους «αλαφιασμένους» λυρισμούς. Έτσι στο συλλογικό υποσυνείδητο του κόσμου ο Μοχάμεντ Άλι περνά ως μια «ζωντανή» μορφή, μια εκρηκτική ανάμνηση του αγώνα κατά των διακρίσεων.
Στην Ελλάδα πάλι, ο δικός μας «Μοχάμεντ Άλι», δεν είναι παρά ένα άγνωστο ονοματεπώνυμο παραδομένο στη λήθη της ιστορίας. Αν κάνετε μια βόλτα στο τετράγωνο που μένετε και ρωτήσετε τους περαστικούς «Ποιος είναι ο Αντώνης Χριστοφορίδης;», το πιθανότερο είναι κατά μεγάλο ποσοστό να μην έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάτε.
Κι όμως, δεν είναι μονάχα ο μυθικός Τζέσε Όουενς που ανάγκασε τον Αδόλφο Χίτλερ να αποχωρήσει ενοχλημένος από το στάδιο, αλλά και ένας ξεχασμένος πια Έλληνας πυγμάχος, ο οποίος χρόνια πριν από τη γέννηση του Μοχάμεντ Άλι είχε γράψει τη δική του λαμπρή ιστορία στα ρινγκ. Διάβασα, προ ετών, για αυτόν όταν έπεσε τυχαία στα χέρια μου το βιβλίο «Ο Αετός της Παγκόσμιας Πυγμαχίας» του συγγραφέα Γιάννη Σούκου.
Έκτοτε άρχισα να αναζητώ πληροφορίες για την περίπτωσή του Χριστοφορίδη, προσπαθώντας να αντιληφθώ τους λόγους για τους οποίους μια τόσο σημαντική αθλητική προσωπικότητα είναι σχεδόν άγνωστη στις νεότερες γενιές. Άρχισα να «σκαλίζω» σελίδες στο internet, όμως μάταια, οι αναφορές ήταν λιγοστές και αναπαρήγαγαν όσα ήδη γνώριζα.
Τις πιο ενδιαφέρουσες περιγραφές τις βρήκα στο site του βετεράνου δημοσιογράφου, Δημήτρη Λυμπερόπουλου, ο οποίος γνώρισε από κοντά τον σπουδαίο Έλληνα πρωτοπυγμάχο, έγιναν φίλοι και στην πορεία κατέγραψε σημαντικές στιγμές από την αφηνιασμένη διαδρομή του προς την κορυφή του κόσμου.
Προτού βέβαια κατακτήσει τα ρινγκ των ΗΠΑ, το προσφυγόπουλο που μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια στους Αμπελόκηπους, πρόλαβε να λάμψει στη Γηραιά Ήπειρο, κατορθώνοντας κάτι εξόχως σημαντικό -να θριαμβεύσει σε έναν επικό αγώνα ο οποίος στο Χόλιγουντ θα ήταν ήδη ταινία «βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα».
Ιανουάριος 1938, Σπορτ Πάλας, Βερολίνο. O Γερμανός υπερπρωταθλητής Γκούσταβ Έντερ, αήττητος για οκτώ χρόνια -έχοντας σημειώσει 50 νίκες με νοκ άουτ- αγωνίζεται με τον ανερχόμενο Έλληνα πυγμάχο, Αντώνη Χριστοφορίδη. Στο στάδιο βρίσκεται ο Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενος από τον θρύλο της Γερμανίας στην πυγμαχία, Μαξ Σμέλινγκ, ο οποίος λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στη Μάχη της Κρήτης.
Σκοπός του αγώνα είναι να αναδειχθεί η ανωτερότητα και η υπεροχή της Άριας φυλής. Ο Δημήτρης Παπακώστας, φοιτητής τότε στο Παρίσι, πήγε στο Βερολίνο για τον αγώνα του Χριστοφορίδη κόντρα στη φονική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας. Αυτή είναι η περιγραφή του όπως τη διηγήθηκε στον δημοσιογράφο, Δημήτρη Λυμπερόπουλο.
«Στη διάρκεια του αγώνα, ούτε μια στιγμή δεν ακούστηκε μια ενθαρρυντική φωνή για τον Αντώνη. Όλοι ούρλιαζαν για τον δικό τους. Κι όμως, ο δικός μας, απτόητος, δεχόταν κι ανταπέδιδε τα χτυπήματα και, όπως ήξερα, σκεφτόταν πως αν έχανε εκείνο το παιχνίδι θα του έφραζαν το δρόμο για τον ευρωπαϊκό τίτλο. Και δεν κιότεψε. Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του και το στιλ του κι οι ελάχιστοι Έλληνες που τον βλέπαμε κλαίγαμε από συγκίνηση, καθώς γύρο με γύρο μάζευε βαθμούς. Στον τελευταίο γύρο μάλιστα στρίμωξε τον αντίπαλο του στη γωνιά και τον σφυροκοπούσε. Όταν σήμανε η λήξη, ο Χίτλερ δε βρισκόταν στη θέση του. Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι πετούσαν τα χειρόγραφα τους έξαλλοι από χαρά και φιλούσε ο ένας τον άλλο. Ο ίδιος ο Έντερ, πριν δώσουν οι κριτές τη βαθμολογία, σήκωσε το χέρι του Αντώνη, του νικητή του. Και ξαφνικά, όλο εκείνο το φανατισμένο πλήθος, κάτω από τις σβάστικες, ηρέμησε κι όταν σε λίγο ο διαιτητής σήκωσε το χέρι του Αντώνη Χριστοφορίδη, ο κόσμος ικανοποιήθηκε που ο σπίκερ ανέφερε τον νικητή ως Έλληνα».
Αργότερα ο Αντώνης Χριστοφορίδης, παιδί προσφύγων από τη Μικρά Ασία, έφυγε για την Αμερική, να κυνηγήσει το όνειρό του. Να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Από ένα παιχνίδι της μοίρας τα κατάφερε στις 22 Νοεμβρίου του 1940, την ημέρα που ο ελληνικός στρατός κυνηγούσε τους Ιταλούς στην Αλβανία, εκείνος νικούσε στο Κλίβελαντ έναν Ιταλοαμερικάνο, τον Μέλιο Μπετίνα.
Οι εφημερίδες έγραφαν πως οι Έλληνες νικούν τους Ιταλούς παντού -και στα βουνά και στα ρινγκ. Το 1971 ο Χριστοφορίδης επέστρεψε στην Ελλάδα -είχαν περάσει 34 ολόκληρα χρόνια από το σπαραξικάρδιο αποχαιρετισμό με την αδερφή του Φεβρωνία, αναχωρώντας άσημος και πάμφτωχος για να γίνει πυγμάχος στο Παρίσι. Επέστρεψε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα για να εγκατασταθεί μόνιμα στην πατρίδα για το υπόλοιπο της ζωής του.
Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου του 1985 από καρδιακό επεισόδιο. Ήταν 67 ετών. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος: «Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού δεν έστειλε ούτε στεφάνι στην κηδεία του. Παλιοί και νέοι πυγμάχοι παρατάχθηκαν με υψωμένα τα πυγμαχικά γάντια, καθώς το φέρετρο εφέρετο στους ώμους άλλων πυγμάχων. Όσοι ήξεραν ποιος ήταν ο Χριστοφορίδης, χειροκροτούσαν».