Ποια ήταν η “Άτακτη” που τραγουδούσε ο Βαμβακάρης ζητώντας της να πάρει δρόμο για να γλυτώσει
Ήταν η εποχή που ο Μάρκος Βαμβακάρης έχει φύγει από τη Σύρο και ξεκίνησε να εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής κάρβουνου και στο τελωνείο Πειραιά.
Κάποια στιγμή, γνωρίζει στο σπίτι της ξαδέλφης του την πρώτη του σύζυγο, την Ελένη Μαυροειδή. Αυτός την αποκαλεί «Ζιγκοάλα» και εκείνη «Φραγκόσκυλο»:
«Αυτού άραζα το λοιπόν κι έβλεπα αυτήνε, το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις 10 η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου. Ηταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα».
Παρά τον μεγάλο του έρωτα και το πάθος του για εκείνη, η κοινή τους πορεία χαρακτηριζόταν από μεγάλες και συνεχείς εντάσεις γιατί η Ελένη δεν του ήταν πιστή.
Ο αδερφός του Μάρκου, ο Φραγκίσκος έβλεπε τα καμώματα της Ελένης και στεναχωριόταν με την κατάσταση. Έτσι μια μέρα πήγε, τον βρήκε και του είπε ότι η Ελένη τον απατούσε με τον Σήφη, τον καλύτερό του φίλο. Όταν εκείνος δεν τον πίστεψε ο Φραγκίσκος έβγαλε ένα μαχαίρι και χαράκωσε το αυτί του λέγοντας στον Μάρκο: «Τώρα με πιστεύεις;».
Ο Μάρκος τον πίστεψε. Τσακώθηκε με την γυναίκα του και εκείνη έφυγε και πήγε να μείνει με τον Σήφη. Χωρίζουν οριστικά αλλά ο Μάρκος χρειάστηκε να περάσει καιρός για να την ξεπεράσει.
πήγε να τον βρει και του είπε ότι η γυναίκα του τον απατούσε με τον
καλύτερό του φίλο, αλλά ο Μάρκος δεν τον πίστεψε. Τότε εκείνος έκοψε το
αυτί του και του το έδωσε λέγοντας του… Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/skila-me-ekanes-rezili-vre-ston-pasa-ke-sto-veziri-o-markos-vamvakaris-chorise-tin-proti-tou-gineka-giati-ton-apatouse-kat-exakolouthisi-pos-ton-timorise-i-katholiki-ekklisia/
Γι’ αυτή λοιπόν έγραψε την “Άπιστη” αλλά και το: «Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια, βρε, με τα δυο σου μαύρα μάτια. Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι, βρε, στον Πασά και στον Βεζύρη».
Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, όταν σχολούσε, την περίοδο που δούλευε ως μανάβης στον Πειραιά,: «Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»
Ο ίδιος ο Βαμβακάρης γράφει στην αυτοβιογραφία του:
«Η κάργια έπεσε στα όργια με εκείνον τον ελεεινό τον φίλο μου, όταν εγώ έλειπα και εξενυχτούσα στη δουλειά μου. Εγώ μεν εστενοχωριόμουν πάρα πολύ, διότι είπαμε εσύχναζα στους τεκέδες και με γνωρίζανε όλοι οι μάγκες του Πειραιώς… Καμιά φορά της έλεγα. Παράτα τον κατήφορο που έχει πάρει να ζήσουμε ευτυχισμένοι, αλλά εκείνη ενόμιζε ότι ήμουν πολύ κορόιδο επειδής ήξερε ότι την αγαπώ. Η παλιογυναίκα δεν ησύχαζε μα κι εγώ είχα ράμματα για τη γούνα της… Και μέρα με τη μέρα είχα προστριβές με τον αδερφό μου τον Φραγκίσκο, που ήθελε να την χωρίσω…
Ένα βράδυ κάπου την είδε και την έδειρε άγρια, μέχρι που της έδωσε και μια μαχαιριά στο μπράτσο… Αυτή η βρωμογυναίκα εκατέφυγε στην Αστυνομία και πότες μήνυση έκανε εναντίον του και πότες η Ασφάλεια τον έδερνε όπου τον έβρισκε. Ο Φραγκίσκος ήθελε σώνει και καλά να μας χωρίσει διότι θα σκοτωθούμε.
Όπως έγραψα τώρα τελευταία…
Ήθελα να σ’ αντάμωνα να σου ‘λεγα καμπόσα… Δεν σε θέλω, δεν σε θέλω…»