Το άγνωστο ελληνικό χωριό Ουασινγκτόνια και η απίστευτη ιστορία του Σάμιουελ Χάου
Η απίστευτη ιστορία του γιατρού Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου που ταξίδεψε από την Αμερική για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων κι ίδρυσε στην Κόρινθο την Ουασιγκτόνια.
Λίγοι γνωρίζουν ότι στους πρώτους επαναστατικούς χρόνους εκδίδονταν στο Μεσολόγγι περισσότερες εφημερίδες απ’ ότι σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία. Εξίσου απίστευτη μοιάζει η ιστορία του γιατρού Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου που ταξίδεψε από την Αμερική για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων κι όταν τελείωσε ο Αγώνας, ίδρυσε στα Εξαμίλια της Κορίνθου, την Ουασιγκτόνια.
Μια πρότυπη κολεκτίβα, μοναδική στην εποχή της. Αυτές τις απίθανες ιστορίες φιλελληνισμού μοιράστηκε με το κοινό η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο όπου εγκαινιάστηκε η δράση Περπατώντας με τους Φιλέλληνες. Μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από τον προφορικό λόγο της καθηγήτριας (και τις επαναλήψεις) καθώς απηχεί, κατά το δυνατό, τον παλμό και το αίσθημα της αφήγησης.
“Οι Φιλέλληνες της Αγγλίας ήταν, κυρίως, οπαδοί ενός σύγχρονου πολιτικού φιλόσοφου, του Τζέρεμι Μπένθαμ. Αυτός ήταν ριζοσπάστης, όπως κι αρκετοί από τους οπαδούς του. Όταν, λοιπόν, ενεπλάκησαν με το ελληνικό ζήτημα, κάποιοι εξ αυτών θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να εφαρμοστούν πολύ προχωρημένα σχέδια για την κοινωνία. Εκτός από το να πιέζει την αγγλική κυβέρνηση για να βοηθηθούν οι ελληνικές προσπάθειες και να δοθούν δάνεια – όπως και εβρέθησαν τελικά στο Σίτι του Λονδίνου -, το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου έδωσε βάρος στην ελευθεροτυπία.
Οι οπαδοί του Τζέρεμι Μπένθαμ πίστευαν ότι πιο επαναστατικό πράγμα από την ελευθεροτυπία δεν υπάρχει. Αν είναι να γίνει κάτι πραγματικά επαναστατικό σε αυτόν τον τόπο, είναι να υπάρξει κίνηση εφημερίδων, όπου θα λειτουργεί ελεύθερα η κοινή γνώμη. Αφού λοιπόν πίστεψαν ότι πιο επαναστατική κι από τα όπλα είναι η ελευθεροτυπία, έδωσαν έμφαση στο να έρθουν στην Ελλάδα τυπογραφικές μονάδες.
Έτσι, χάρη στους φιλέλληνες της Αγγλίας, ταξίδεψαν στην Ελλάδα μηχανήματα, χαρτί κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για τον σκοπό αυτό. Κατά κύριο λόγο τα μηχανήματα αυτά τοποθετήθηκαν στο Μεσολόγγι.
Κάνω μία παρένθεση: το 1823-24 στο Μεσολόγγι εκδίδονταν περισσότερες εφημερίδες απ’ ότι σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία. Εντυπωσιακό; Επίσης στην Ύδρα, διότι εκεί θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο η έδρα της Κυβέρνησης, ενώ εκδίδονταν κυβερνητικές εφημερίδες στο Ναύπλιο.
Εκτός αυτού, αρκετοί πίστευαν ότι μπορεί να επηρεάσουν πολιτικά τον ελληνικό αγώνα. Πρώτα πρώτα κάποιοι πίστευαν ότι οι Έλληνες πρέπει να οργανωθούν ομοσπονδιακά σε διάφορες κοινότητες και να λειτουργούν με δημοψηφίσματα, όπως λειτουργεί σήμερα η Ελβετία. Θεωρούσαν ότι θα ταίριαζε στην Ελλάδα ένα πρότυπο ομοσπονδιακό και είχαν αρχίσει να το φαντάζονται.
Σημειώστε ότι η Ελβετία δεν ήταν η χώρα που ξέρουμε, αλλά είχε μόλις μπει σε τέτοιες διαδικασίες. Το προσπαθούσαν λοιπόν να μη γίνει κεντρική κυβέρνηση, αλλά πολλαπλή. Δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά είχε ενδιαφέρον αυτή η κίνηση.
Το πιο συναρπαστικό εγχείρημα, όμως, οφείλεται σε έναν καταπληκτικό Αμερικανό, τον Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου. Ήταν γιατρός και πολεμιστής, ένας άνθρωπος ασύλληπτης εντιμότητας. Πολλοί φιλέλληνες υπήρξαν μοναδικές προσωπικότητες κι έγραψαν για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου έγραψε ένα κείμενο που αφορούσε την Επανάσταση. Και φυσικά, σπουδαίοι ήταν δύο Άγγλοι που πολέμησαν στον Ελληνικό αγώνα: ο Τόμας Γκόρντον, υψηλότατο στέλεχος της αγγλικής κοινωνίας που συνέγραψε, ίσως, την πληρέστερη και πιο ισορροπημένη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης∙ ο άλλος ήταν ο Τζορτζ Φίνλεϊ, ο οποίος επίσης μετείχε στον Αγώνα.
Ο Σάμιουελ Χάου, τη δεύτερη φορά που ήρθε στην Ελλάδα, επί Καποδίστρια, βρήκε πλέον τη χώρα κυριολεκτικά κατεστραμμένη, καμένη από πάνω μέχρι κάτω. Χιλιάδες Ελλήνων πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και έπρεπε να αγοραστούν για να απελευθερωθούν, ενώ εδώ είχαμε μία κόλαση προβλημάτων.
Θεώρησε, λοιπόν, ότι μόνη λύση στην Ελλάδα – και σε αυτό ήταν στην κατεύθυνση του Καποδίστρια – είναι να στηθεί η γεωργική της οικονομία. Το πρώτο, για να υπάρχουν τροφές για τους ανθρώπους και το δεύτερο για να απασχοληθούν τα χιλιάδες άτομα που περιφέρονταν χωρίς εργασία. Σε αυτόν τον μικρό χώρο είχαν συρρεύσει χιλιάδες προσφύγων από τις σφαγές, άνθρωποι που δεν είχαν πού να κατοικήσουν, πού να κοιμηθούν το βράδυ, όχι απλώς να εργαστούν.
Ζήτησε, λοιπόν, από τον Καποδίστρια να του δοθεί η νομή, δηλαδή η χρήση – ιδιοκτησία ενός τεμαχίου, όχι μικρού, έξω από τα Εξαμίλια της Κορίνθου. Δημιούργησε καταλύματα για μερικές χιλιάδες ανθρώπων, τους εγκατέστησε εκεί και έστησε, κατά κάποιον τρόπο, μια κολεκτίβα. Όλοι μαζί δηλαδή καλλιεργούσαν αυτά τα εδάφη, μοιράζονταν εξίσου τις εργασίες και το όποιο όφελος. Μέσα σε δύο χρόνια η κολεκτίβα αυτή είχε θαυμάσια αποτελέσματα και ονομάστηκε Ουασιγκτόνια. Έξω από την Κόρινθο, στα Εξαμίλια, υπήρχε ένας χώρος που ονομαζόταν Ουασιγκτόνια… καταπληκτικά πράγματα;
Τι απέγινε; (ρώτησε το κοινό). Λειτούργησε δύο με τρία χρόνια και ο Σάμιουελ Χάου γύρισε πίσω στην Αμερική (με σκοπό να φέρει χρήματα για τη συνέχιση του Αγώνα). Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, όλο το οικοδόμημα κατέρρευσε. Όταν ξαναήρθε μετά από πολλά χρόνια, επισκέφτηκε τα Εξαμίλια και φυσικά δεν βρήκε τίποτα από αυτά που είχαν γίνει πριν δεκαετίες.
Ωστόσο, οι άνθρωποι τον τίμησαν. Έχουμε μία ενθύμηση: όταν γινόντουσαν σημαντικά γεγονότα, οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι έπρεπε κάπου να τα καταγράψουν (συνήθως αυτό γινόταν επάνω σε ένα ευαγγέλιο). Στο ευαγγέλιο λοιπόν της περιοχής υπάρχει η καταγραφή: «Ήρθε ο Χαούζης (δηλαδή ο Χάου) και σφάξαμε αρνιά» (που σημαίνει κάναμε γλέντια). Ο Χάου δεν βρήκε το κοινόβιο που είχε στήσει, αλλά βρήκε ανοιχτές καρδιές.
Καταλήγω ως εξής: πρόσφατα χρειάστηκε να πάω στην Κόρινθο και συζητούσα με έναν κύριο, όπου κατάλαβα ότι είναι από τα Εξαμίλια και τον ρωτώ:
– Τον Χάου τον θυμάστε καθόλου; Υπάρχει κάποια μνήμη από την Ουασιγκτόνια;
– Πώς; Και βέβαια τον θυμόμαστε. Υπάρχουν μάλιστα άτομα βαφτισμένα Ουάσιγκτον. Ο θείος μου είναι ένας από αυτούς.
Ο φιλελληνισμός είναι ακόμη εδώ, εξελίσσεται, μπλέκεται με χίλιες πλευρές. Χαιρετώ την Ουασιγκτόνια κι όλους αυτούς τους πρωτοπόρους ανθρώπους για τους οποίους σήμερα είμαστε ευγνώμονες”.
Τα Εξαμίλια σήμερα