Το θαύμα της αρχαίας Ελλάδας: Ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα και η φήμη ότι περιστρέφεται
Ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα, που βρίσκεται στην απομακρυσμένη περιοχή των Βασσών της Φιγαλείας στην Αρκαδία, αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ο “Παρθενώνας της Πελοποννήσου” κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ., από τον διάσημο αρχιτέκτονα της αρχαιότητας Ικτίνο, τον ίδιο που ανέλαβε και τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη. Ο ναός ήταν το πρώτο από τα θαυμαστά μνημεία της Ελλάδας, το οποίο αναγνωρίστηκε από την UNESCO το 1986 ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων.
Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
Η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι ο Ναός είναι θεμελιωμένος πάνω σε άλλο προϋπάρχοντα αρχαϊκό Ναό του θεού Απόλλωνα. Ο Ναός αυτός είχε ιδρυθεί από του Φιγαλείς, ίσως μετά το 659 π.χ.
Σ’ αυτό το ναΐδριο υπήρχε ένα θαυματουργό ξόανο, δηλαδή ένα ξύλινο λατρευτικό άγαλμα άτεχνο, του Βασσίτα Απόλλωνα. Η προσωνυμία του Θεού σχετίζεται με το χωρίο της περιοχής Βάσσαι (Βάσσα και Βήσσα = χούνη, φαράγγι). Ταλαιπωρημένοι από κάποιο λοιμό οι Φιγαλείς, ήρθαν να προσευχηθούν σ’ αυτό το θαυματουργό ξόανο, για να θεραπευθούν. Η μετακίνηση έκανε το θαύμα της και τους θεράπευσε, αφού έφυγαν από τη νοσηρότητα της περιοχής τους για κάποιο διάστημα και έμειναν στον καθαρό αέρα και το ζωογόνο ήλιο.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός αποφάσισαν να κτίσουν τον καινούριο και μεγάλο ναό τους στη θέση του παλιού ναού, τον αφιέρωσαν στον Απόλλωνα και τον ονόμασαν Επικούριο, γιατί ήρθε ως επικουρία στο θανατηφόρο λοιμό. Υπήρχε και άλλος λόγος που οι Φιγαλείς κτίσανε αυτό το αριστούργημα. θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των άλλων πόλεων, που έφτιαχναν μεγαλοπρεπή μνημεία. Κάλεσαν, λοιπόν, τον ίδιο αρχιτέκτονα που έφτιαξε τον Παρθενώνα, τον Ικτίνο, και του ανάθεσαν να τους κάνει σε αυτή τη θέση ένα μεγάλο ναό, για να τοποθετήσουν το θαυματουργό ξόανο του Βασσίτα Απόλλωνα.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του ναού είναι η φήμη ότι περιστρέφεται προκειμένου να ακολουθεί πάντα το αστέρι Σείριο.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία απόδειξη για τον παραπάνω ισχυρισμό. Σύμφωνα με το ellinikahoaxes, επιτροπές συντήρησης, εφορία αρχαιοτήτων, Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι, συντηρητές, μηχανικοί ή άλλοι ειδικοί που μελέτησαν ή εργάστηκαν, τώρα ή στο παρελθόν, στις ανασκαφές, τις στατικές μελέτες, τις αναστηλωτικές επεμβάσεις του ναού, δεν έχουν δημοσιεύσει ποτέ κάποια επιστημονική μελέτη για κάτι τέτοιο.
Δείτε το πολύ όμορφο βίντεο του Up Stories
Ναός του Απόλλωνα, ένα συλλεκτικό ντοκιμαντέρ πριν ο ναός σκεπαστεί
Είναι το πρώτο φιλμ για το ναό του επικούρειου Απόλλωνα που έχτισε ο Ικτίνος στην κορυφή ενός βουνού.
Ο σκηνοθέτης (Jean-Daniel Pollet) μαγεύτηκε και είπε ότι αυτός ο ναός υπήρξε το κέντρο του κόσμου για κείνον. Έτσι λοιπόν τον κινηματογράφησε με ρυθμό ιερής τελετουργίας και το αποτέλεσμα αντάμειψε τις προσπάθειες του.
Ο ναός είναι κτισμένος κυρίως με ασβεστολιθική πέτρα και είναι χωρίς το άγαλμα του θεού Απόλλωνα.
«Εδώ μπορείς να υπάρξεις»
Εντυπωσιασμένος από τη γοητεία του αρχαιολογικού χώρου των Βασσών ο εξαιρετικός σκηνοθέτης Jean-Daniel Pollet, μόλις τον ανακάλυψε βρήκε ένα υπαρξιακό καταφύγιο λέγοντας «Εδώ μπορείς να υπάρξεις».
Χαρακτήρισε τον τόπο ως άκρον άωτον της μαγείας και για μια δεκαετία τον θεωρούσε το κέντρο του κόσμου. Τον επισκέφθηκε πολλές φορές και τρεις ταινίες του έχουν αναφορές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Η μία από αυτές «Βάσσες» είναι αφιερωμένη στο ναό. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό ποίημα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει περιγράψει ως εξής τη σχέση του με τις Βάσσες:
«Πρωτοείδα το ναό των Βασσών κάνοντας το γύρο της Μεσογείου. Πρέπει λοιπόν να πω γιατί έφυγα, γιατί έκανα αυτόν το γύρο. Είχα επισημάνει το ναό σε μια λιθογραφία (όχι φωτογραφία) κάποιου βιβλίου, γιατί έγραφε ότι ήταν ο μόνος κτισμένος στα υψώματα της Πελοποννήσου και χωρίς θέα στη θάλασσα.
Έγραφε, επίσης, ότι αυτός ο ναός ήταν το τελευταίο έργο του αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Αυτό το έργο, μέσα στις μικροσκοπικές του διαστάσεις σε σύγκριση με τον Παρθενώνα, δίνει την εντύπωση κάποιου που γέρασε, που δεν έχει πια αλαζονεία, που σχεδόν δεν είναι πια Έλληνας, αλλά ξέρει μόνο να κτίζει σαν Έλληνας.
Άλλωστε, οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστεί αυτός ο ναός, εξορύχθηκαν απ” αυτήν εδώ την ίδια περιοχή· βλέπει κανείς καλά ότι είναι γκρίζες σαν τις άλλες που είναι τριγύρω. Σε άλλους ελληνικούς ναούς χρησιμοποιήθηκε ένα συγκεκριμένο μάρμαρο, από ένα συγκεκριμένο λατομείο, αλλά πιστεύω ότι όλα είχαν πάνω-κάτω την ίδια προέλευση, το ίδιο χρώμα, την ίδια πυκνότητα και την ίδια αντοχή.
Για τις Βάσσες, σίγουρα υπάρχουν στοιχεία – θα μπορούσα να γνωρίζω περισσότερα αν είχα μελετήσει την ιστορία του ναού πιο εμπεριστατωμένα. Οπωσδήποτε, κάπου θα είναι γραμμένα. Αυτό που συγκράτησα, είναι ότι κτίστηκε για να ξορκίσει ένα λιμό, μιαν αρρώστια (ίσως πανούκλα) που, εκείνη την εποχή, είχε ρημάξει την περιοχή. Είναι πολλές οι ενδείξεις που ενισχύουν αυτή την εικασία, αλλά δεν τις θυμάμαι πια.
Θυμάμαι, όμως, άλλη μια ιδιαιτερότητα: συνήθως, στο κέντρο κάθε ναού υπάρχει μια θέση όπου μπαίνει ένα άγαλμα: το άγαλμα κάποιου θεού στον οποίο υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένος ο ναός (Απόλλων κ.λπ.). Ε, λοιπόν, στις Βάσσες δεν υπήρχε τέτοιο βάθρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να πρόκειται για κάποιο είδος αθεϊστικού ναού, αλλά μάλλον αεροβατούσα.
Μου είπαν ότι όλοι οι ελληνικοί ναοί είχαν τον ίδιο προσανατολισμό – αυτός εδώ, όμως αποτελεί εξαίρεση. Είναι ένα από τα λίγα μέρη στα οποία ξαναγύρισα (τουλάχιστον επτά φορές· τις πέντε, μάλιστα, χωρίς μηχανή). Είναι ένας τόπος που σου μιλάει, που ο Sollers λέει ότι είναι γεμάτος απ” τα λόγια των νεκρών, κι οι νεκροί τού μιλάνε, του λένε δίχως άλλο τα ίδια πράγματα – σαν ηχώ.
Κινηματογράφησα αυτόν το ναό μια φορά, στα γρήγορα, δύο ή τρία πλάνα για τη Μεσόγειο, και μετά από δύο χρόνια ξαναγύρισα στις Βάσσες για μια ταινία μικρού μήκους. Είχε συννεφιά -πράγμα σπάνιο. Το γύρισμα κράτησε δύο μέρες».
Αυτή η ταινία που γυρίστηκε το 1964 και το 1965 βραβεύτηκε στη Μπιενάλε Παρισίων, δεν προβλήθηκε ποτέ στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η προβολή της στην εκδήλωση «Επικούριος Απόλλωνας υπό το σεληνόφως» ήταν μια από τις σπάνιες και σε συνδυασμό με τον τόπο όπου γυρίστηκε και είναι αφιερωμένη, αποτέλεσε μοναδική εμπειρία για τους θεατές…