Το τραγούδι στο οποίο βασίστηκε το “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του”
Η φωνή της αναγνωρίσιμη από όλους…
Και οι στίχοι συνδεδεμένοι με την πατρίδα, για κάθε Έλληνα…
Και όταν η φωνή αυτή συνάντησε τους στίχους, η μουσική έγραψε ιστορία…
Η Σοφία Βέμπο ταυτίστηκε όσο τίποτα άλλο με το έπος του αλβανικού μετώπου. Ήταν η φωνή του αγώνα κατά του φασισμού, η τραγουδίστρια της μεγάλη νίκης των Ελλήνων στην Αλβανία. Τα τραγούδια της έδωσαν κουράγιο στους στρατιώτες πριν και μετά την νίκη επί των Ιταλών, αφού και οι Γερμανοί όταν έφτασαν στην Ελλάδα κατάλαβαν πόση επιρροή είχε στο φρόνημα των Ελλήνων και την κυνήγησαν, για να μην της επιτρέψουν να τραγουδάει.
Για να μπορέσουν να γίνουν γνωστά στον κόσμο, εντάχθηκαν στο πρόγραμμα επιθεωρήσεων και τα περισσότερα πρωτακούστηκαν στην παράσταση «Πολεμική Αθήνα» που ανέβασε το θέατρο Μοντιάλ, του Μίμη Τραϊφόρου. Οι μελωδίες τους, μόνο πολεμικά εμβατήρια δεν θύμιζαν. Απόλυτα λογικό, καθώς στην πραγματικότητα ήταν ήδη γνωστά τραγούδια της εποχής -ξένα ή ελληνικά- στα οποία μπήκαν νέοι στίχοι με σκοπό, είτε να εμψυχώσουν τους έλληνες φαντάρους, είτε να γίνουν παρωδίες του κατακτητή…
Ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή τραγούδια της εποποιίας του ’40 ήταν το “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του”, που θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της εποποιίας του ’40 φυσικά με την φωνή της αξεπέραστης Σοφίας Βέμπο. Το κομμάτι είχε τραγουδήσει η ηθοποιός στο θέατρο “Μοντιάλ” στα πλαίσια της “Πολεμικής Επιθεωρήσεως”.
Το “Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του” βασιζόταν στο “Πλέκει η Βάσω το προικιό της” σε στίχους και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, που είχε ακουστεί για πρώτη φορά στη μουσική κωμωδία “Κομμωτής Κυριών” του Θ. Συναδινού.
Οι στίχοι του τραγουδιού ήταν πολύ χαριτωμένοι και μιλούσαν για την ιστορία μιας αθώας κοπέλας, της Βάσως, που ήταν τρελά ερωτευμένη με το Δήμο (ή Δημήτρη), τον οποίο περίμενε κάποια νύχτα με φεγγάρι για ένα κλεφτό φιλί. Ο Δήμος όμως φάνηκε μπερμπάντης και ξεμυαλίστηκε από τη στρουμπουλή Φώτω – άλλα τα πρότυπα της γυναικείας ομορφιάς την εποχή εκείνη – την οποία και παντρεύτηκε στο τέλος, αφήνοντας τη Βάσω να περιμένει μάταια τον καλό της.
Οι στίχοι
Αχ! Πλέκει η Βάσω το προικιό της καθιστή στον αργαλειό της και το τραγουδεί!
Μοίρα δώσ’ μου για αφέντη, το Δημήτρη το λεβέντη, τ’ όμορφο παιδί!
Αχ! Κάποια νύχτα με φεγγάρι πίσω απ’ την αυλή πήγε ο Δήμος να την πάρει ένα της φιλί.
Αχ, Βάσω, θα τρελαθώ, Βάσω, θα σκοτωθώ απ’ τον καημό μου, αν σε χάσω.
Κι η Βάσω η παινεμένη, η κόρη η λυγερή, το Δήμο περιμένει κι όλο τον καρτερεί.
Αχ! Η καρδιά πολλά γυρίζει και το Δήμο ξεμυαλίζει η Φώτω η στρουμπουλή
Κι από κάτω απ’ το πλατάνι το μαντήλι της το βγάνει και την εφιλεί.
Αχ! Ο παπάς στεφάνια παίρνει και τους ευλογά
Κι ο γαμπρός στη νύφη γέρνει και της λέει σιγά:
Αχ, Φωτώ! Αχ, μωρή, Φώτω, αρσενικό το θέλω το παιδί το πρώτο
Κι η Βάσω η παινεμένη, η κόρη η λυγερή, ακόμα τον προσμένει κι όλο τον καρτερεί
Το τραγούδι της Σοφία Βέμπο
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ’ όλα τα φτερά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε, το φουκαρά!
Τον τσολιά μας τον λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
τον μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω.
Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει “Αέρα”
από τον τσολιά,
δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά.
Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά.
Και οι Κένταυροι οι καημένοι,
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μεσ’ τη Κορυτσά.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
Αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και `πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
κι εκείνη τη σειρά.
πηγές: e-radio – unblock – ola-ta-kala